Του Δημήτρη Βάλλα
Θεωρείται σαν μια από τις παλαιότερες μορφές τέχνης καθώς η ιστορία του φαίνεται ότι ξεκινά πολύ πιο πριν από το 3000 π.Χ., και σχεδόν ταυτίζεται με την εφεύρεση της βελόνας και της κλωστής.
Παρά τη γενικότερη αντίληψη που έχει εδραιωθεί, άνδρες ήταν αυτοί που το ανακάλυψαν και που πρώτοι το χρησιμοποίησαν για διακοσμητικούς κυρίως λόγους.
Στην Ελλάδα στα σπίτια διδάσκεται από τη μάνα στην κόρη και για χρόνια τώρα περνά από γενιά σε γενιά και έχει ταυτιστεί με την παράδοση του τόπου μας.
Για το κέντημα και τα κεντήματα ο λόγος σήμερα, που όσο και εάν σε πολλούς μπορεί να φανεί απίστευτο, έχουν πέσει και αυτά θύματα της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών και... οδεύουν προς εξαφάνιση.
Έτσι εντύπωση προκάλεσε όταν σε ένα μικρό μαγαζί από αυτά της γειτονιάς που συνήθως είναι «σεμνά» και δεν έχουν σχέση με τα «λαμπερά» καταστήματα του κέντρου μια κυρία, επέμενε εκεί, σκυμμένη σε ένα τραπεζάκι, πάνω από μια ραπτομηχανή, να... ζωγραφίζει με πολύχρωμες κλωστές πάνω σε ένα ύφασμα...
«ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΜΟΥΛΙΝΕ!»
Η κ. Νίνα Γκαραγκούνη, από τη Δρακότρυπα Καρδίτσας που βρέθηκε στη Λάρισα μέσα στους κύκλους της ζωής για την επιβίωση, μαζεύει για λίγο βελόνες και κλωστές και μας μιλά για μια τέχνη που αρχίζει σιγά-σιγά να εξαφανίζεται...
«Το κέντημα, θα μας πει, ήταν ανέκαθεν για την Ελλάδα μια παραδοσιακή απασχόληση. Δεν υπήρχε οικογένεια που να μην έχει στην προίκα της κεντήματα όλων των τύπων. Από μικρά κοριτσάκια μαθαίναμε να κεντάμε και μας το δίδασκε η γιαγιά και η μάνα μας. Τα περίτεχνα κεντήματα ήταν αντικείμενα θαυμασμού και λατρείας και στο σχέδιο δινόταν μεγάλη προσοχή καθώς ήταν το μεγάλο μυστικό, επικρατούσε ανταγωνισμός, και γινόταν μεγάλοι καβγάδες όταν κάποια «έκλεβε» από την άλλη ένα σχέδιο.
Δυστυχώς όμως με την οικονομική κρίση, αλλά και με τους νέους σύγχρονους τρόπους διαβίωσης οι γυναίκες σταμάτησαν να κεντούν.
Ένα μουλινέ, η κλωστή δηλαδή, κοστίζει ένα ευρώ και για ένα κέντημα χρειάζονται πολλά χρώματα. Τώρα αν υπολογίσουμε τις κλωστές, τον καμβά ή το ύφασμα το σχέδιο κ.α. το κόστος ξεπερνά τα 100 ευρώ. Είναι ένα ποσό δυσβάσταχτο για μια οικογένεια και πολλές που ακόμα κεντούν αγοράζουν ανά βδομάδα, ή ακόμα και ανά μήνα μια κλωστή για να συμπληρώσουν τα χρώματα.
Παλιά εμείς οι κεντήστρες είχαμε πολλές παραγγελίες για κοφτά, αζούρ, και άλλα. Τώρα σταμάτησαν όλα αυτά, τα κεντήματά μας έμειναν διακοσμητικά για να θυμίζουν άλλες εποχές, μαζί με τις κλωστές. Για να επιβιώσω πλέον ασχολούμαι με τις επιδιορθώσεις συνήθως παλιών ρούχων που τώρα με την κρίση ο κόσμος δεν τα πετάει, αλλά τα επιδιορθώνει, τα μεταποιεί και τα ξαναφοράει...»
Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΕΧΝΗΣ
Και μια που περί κεντημάτων λίγα γνωρίζουμε, άκρως κατατοπιστική κρίνεται η ενημέρωση που μας κάνει μέσα από κείμενο της η κ. Νατάσα Kαλιακούδα που είναι ιστορικός Τέχνης και διακοσμήτρια:
«Αρκετοί, ακούγοντας τη λέξη κέντημα, φαντάζονται μια πληκτική διαδικασία ραψίματος μιας κλωστής πάνω σ’ ένα ύφασμα, από μια αργόσχολη νοικοκυρά προσπαθώντας να σπάσει τη βαρεμάρα της καθημερινότητάς της. Η αλήθεια είναι όμως, πως η ιστορία και η τέχνη του κεντήματος δεν είναι καθόλου βαρετή!
Ιστορικά, είναι ίσως μια από τις πρώτες μορφές τέχνης, καθώς χρονολογείται από παλιότερα από το 3000 π.Χ. Αφού εφευρέθηκε η βελόνα και η κλωστή το κέντημα χρησιμοποιήθηκε για αισθητικούς σκοπούς, για διακόσμηση, και μάλιστα από τους άντρες! Στους αρχαίους πολιτισμούς τα κεντήματα και τα εργόχειρα παρασκευάζονταν αυστηρά από ταλαντούχα αγόρια που έπρεπε να μάθουν την τέχνη από έναν αρχιτεχνίτη και να μαθητεύσουν κοντά του τουλάχιστον δέκα χρόνια προτού την εξασκήσουν μόνοι τους.
Η τέχνη του κεντήματος δεν είναι μόνο παλιά αλλά είναι κι ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του κόσμου που εξασκείτο το ράψιμο. Οι σκοποί που εξυπηρετεί σε κάθε μια κοινωνία όμως, είναι μοναδικοί. Διαφορετικοί πολιτισμοί γέννησαν διαφορετικά είδη κεντημάτων με ιδιαίτερα σχέδια, περίπλοκα μοτίβα και σπάνιες κλωστές και μάλιστα μερικά από αυτά είναι τόσο πολύπλοκα, που χρειάζονται χρόνια ολόκληρα για να αναπαραχθούν.
Στην Ελλάδα το κέντημα κάνει την εμφάνιση στα τέλη του 17ου αιώνα και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ενδυμασία και το συμβολικό της περιεχόμενο. Όταν ο γυναικείος πληθυσμός των προυχόντων κοινωνικών στρωμάτων άρχισε να εγκαταλείπει σταδιακά τις οθωμανικές φορεσιές, θέλησε να δείξει με έναν νέο τρόπο τον πλούτο και την οικονομική άνεση που είχε για σπατάλη, στο ντύσιμό τους. Το κέντημα που εμφανίζεται στα ρούχα τους, είναι αυτό που συμβολίζει τον άπλετο χρόνο για δημιουργία πραγμάτων με περιορισμένη την πρακτική τους λειτουργία. Πρόκειται για μια πολιτισμική παραγωγή των άεργων εκπροσώπων του γυναικείου φύλου, προνόμιο που ανήκε αποκλειστικά στα ανώτερα στρώματα, και το κέντημα μαζί με τα κοσμήματα επιδείκνυαν αυτήν την πολυτέλεια.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα το κέντημα υιοθετήθηκε ως επίδειξη πλούτου και από τη νεοανερχόμενη αστική τάξη, συνδέθηκε άρρηκτα με την πολιτιστική τους συμπεριφορά και άρχισαν να διακοσμούν τα σπίτια τους μ’ αυτά. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τα κεντημένα πράγματα αποτέλεσαν συστατικά στοιχεία των προικιών των περισσότερων γυναικών και μάλιστα, ως ένα επίπεδο, από αυτά τα πράγματα αξιολογούνταν και η ίδια η γυναίκα. Είναι αυτά που την όρισαν ως νύφη και ως σύζυγο- νοικοκυρά στη συνέχεια. Μια νοικοκυρά η οποία ήταν ικανή, επειδή μπορούσε να ξοδέψει χρόνο, δυνάμεις και χρήμα για μια παραγωγή αγαθών χωρίς λειτουργική αξία.
Στις αρχές του 20ού αιώνα όταν η γυναικεία μόδα άρχισε να μιμείται την αντρική, το κέντημα εμπορευματοποιήθηκε κατά κάποιον τρόπο και διαδόθηκε σαν δραστηριότητα και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα μέσα από την εκπαίδευση. Έτσι το κέντημα έγινε λαϊκό φαινόμενο και προϊόν της κυρίαρχης ελληνικής κουλτούρας ως αντίληψη, ως σχέδιο αλλά και ως τεχνική που αναγνωρίζεται ακόμα και στις μέρες μας».