Θύελλα αντιδράσεων στους ιδιοκτήτες, συμβολαιογράφους, δικηγόρους και τον κόσμο της κτηματαγοράς έχει προκαλέσει η επιβολή του φόρου υπεραξίας επί των πωλήσεων των ακινήτων.
Κι αυτό γιατί ο νόμος που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014 προβλέπει ότι ακόμη και όταν δεν προκύπτει υπεραξία από την πώληση ακινήτου ή όταν ο προσδιορισμός της υπεραξίας καταλήγει σε αρνητικό ποσό (υποαξία) ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου 15% επί της υπεραξίας από μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας.
Αυτό προβλέπει εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών που πλέον έχει φθάσει στα συμβολαιογραφικά γραφεία και πρέπει να εφαρμοστεί για όποια συναλλαγή - αγοραπωλησία πραγματοποιηθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2014.
ΑΠΟΧΗ
Ετσι οι συμβολαιογράφοι θα απέχουν πανελλαδικά από την υπογραφή συμβολαίων πώλησης ακινήτων, καθώς θεωρούν, ότι ο φόρος υπεραξίας «εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για τα φορολογικά συμφέροντα του πωλητή - φορολογούμενου».
Συγκεκριμένα, η συντονιστική επιτροπή των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος διαπίστωσε ότι, ο επιβαλλόμενος στις μεταβιβάσεις ακινήτων, λόγω πώλησης, φόρος υπεραξίας, με την συγκεκριμένη διαδικασία που θεσμοθετήθηκε «είναι ανεφάρμοστος στην πράξη λόγω των ατελειών του και εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για τα φορολογικά συμφέροντα του πωλητή - φορολογούμενου».
Κατόπιν αυτών, η συντονιστική επιτροπή των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος αποφάσισε αποχή «από την σύνταξη και υπογραφή συμβολαιογραφικών πράξεων πώλησης ακινήτων, υπαγομένων στο φόρο υπεραξίας, μέχρι τη λήψη οριστικών αποφάσεων από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών».
Τέλος, οι συμβολαιογράφοι, θεωρούν, ότι μετά από τις επαφές που είχαν και την εποικοδομητική συνεργασία με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, μέσα στις επόμενες ημέρες «θα επιλυθεί το πρόβλημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τον φορολογούμενο πολίτη».
Η επιβολή του συγκεκριμένου φόρου προκαλεί «πονοκέφαλο» τόσο στους συμβολαιογράφους όσο και στους ενδιαφερόμενους αγοραστές ακινήτων καθώς ναι μεν μειώθηκε σημαντικά ο φόρος μεταβίβασης ωστόσο ο φόρος υπεραξίας τον οποίο καταβάλει ο πωλητής μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση ακόμη και σε σύγκριση με τους προηγούμενους φόρους μεταβίβασης που ίσχυσαν έως 31 Δεκεμβρίου 2013.
Οπως προβλέπεται (άρθρο 41 του νόμου 4172/2013) η διαφορά μεταξύ της αξίας κτήσης και της αξίας πώλησης καθορίζεται κυρίως μέσω των αντικειμενικών αξιών. Όπου όμως οι πραγματικές τιμές έχουν πέσει κάτω από τις αντικειμενικές αξίες, εκεί το υπουργείο Οικονομικών δεν το δέχεται με αποτέλεσμα να προκύπτουν κατά τη μεταβίβασης σημαντικές επιβαρύνσεις.
Παρά τις αντιδράσεις και την κατ' ουσίαν αδυναμία της εφαρμογής του φόρου το υπουργείο Οικονομικών όρισε με έγκυκλιο του το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου 15% επί της υπεραξίας από τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας του.
Με την οριστικοποίηση της υποβολής της δήλωσης βεβαιώνεται ο φόρος που παρακρατήθηκε και παράγεται το σημείωμα για πληρωμή του φόρου όπου περιέχεται η «Ταυτότητα Οφειλής», στοιχείο απαραίτητο για να δοθεί η εντολή πληρωμής στις τράπεζες που έχουν συμβληθεί με το Υπουργείο Οικονομικών για να παρέχουν την υπηρεσία αυτή.
Ο φόρος αποδίδεται το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από αυτόν μέσα στον οποίο έγινε η μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας.
Η δήλωση υποβάλλεται και όταν δεν προκύπτει υπεραξία (μηδενική) ή όταν ο προσδιορισμός της υπεραξίας καταλήγει σε αρνητικό ποσό (υποαξία).
Ειδικά για το 2014 η δήλωση μπορεί να υποβάλλεται στην καθ' ύλην αρμόδια Δ.Ο.Υ. σε δύο αντίτυπα. Από αυτά το πρώτο παραμένει στη Δ.Ο.Υ. και το άλλο επιστρέφεται θεωρημένο, με σχετική σημείωση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης του φόρου και αποτελεί και απόδειξη υποβολής της δήλωσης. Μετά τη βεβαίωση του φόρου εκδίδεται ταυτότητα οφειλής.
Η δήλωση περιλαμβάνει τα στοιχεία του συμβολαιογράφου (Α.Φ.Μ.), ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, αρμόδια Δ.Ο.Υ.), τον αριθμό και την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου, τα στοιχεία του δικαιούχου (πωλητής), τα στοιχεία του / των αγοραστή/ών, την ημερομηνία κτήσης του ακινήτου, τον χρόνο πώλησης, τον τρόπο απόκτησης, τα έτη διακράτησης, την τιμή κτήσης, το ποσοστό συνιδιοκτησίας και την τιμή πώλησης του ακινήτου.