Το 77% των θεσσαλικών επιχειρήσεων με βάση τους ισολογισμούς που έχουν δημοσιεύσει, είναι παραγωγικές, το 23% εμπορικές, το 41% έχουν την έδρα τους στο Ν. Λάρισας, το 28% στον Ν. Μαγνησίας, το 16% στον Ν. Τρικάλων και το 15% στον Ν. Καρδίτσας, ενώ πριν από το 1970 ιδρύθηκε το 10% των επιχειρήσεων, μεταξύ 1971-1980 το 10%, αντίστοιχα μεταξύ 1981-1990 το 17%, μεταξύ 1991-2000 το 34% και τέλος μετά το 2000 το υπόλοιπο 28% των επιχειρήσεων.
Πρόκειται για στοιχεία έρευνας, με τίτλο «Χρηματοοικονομική ανάλυση θεσσαλικών επιχειρήσεων τροφίμων της περίοδο της οικονομικής κρίσης» πραγματοποιήθηκε από τον κ. Γεώργιο Παπακώστα, τελειόφοιτο του Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής ΤΕ του ΤΕΙ Θεσσαλίας, υπό την επίβλεψη του Καθηγητή του ΤΕΙ Θεσσαλίας Ιωάννη Παπαδόπουλου, Υπευθύνου του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένου Μάρκετινγκ Διοίκησης και Οικονομίας, του Τμήματος Σχεδιασμού και Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου, καταβλήθηκε προσπάθεια, σύμφωνα με όσα δηλώνει ο κ. Παπαδόπουλος, να καταγραφούν αφενός τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά 118 θεσσαλικών επιχειρήσεων του κλάδου τροφίμων και αφετέρου να διαπιστωθεί ο βαθμός επηρεασμού αυτών από τελευταία μεγάλη οικονομική ύφεση που βιώνουν, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο την ανάλυση των επίσημων ισολογισμών των επιχειρήσεων αυτών.
Επίσης, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (<10 άτομα) αντιπροσωπεύουν το 35% του συνόλου, οι μικρές (11-50 άτομα) το 49%, οι μεσαίες (51-250 άτομα) το 12% και οι μεγάλες (>250 άτομα το 4%, το 58% αυτών είναι Ανώνυμες Επιχειρήσεις, το 22% ΑΒΕΕ, το 14% ΑΕΒΕ, το 5% ΕΠΕ και το 1% Συνεταιρισμοί, το 58% αυτών εξάγουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό, το 31% αυτών ανήκουν στον υποκλάδο του κρέατος, αλλαντικών και ιχθύων, το 28% στον υποκλάδο φρούτων και κηπευτικών, το 16% στον υποκλάδο της Αρτοποιίας και Ζαχαροπλαστικής, το 15% στα Γαλακτοκομικά, το 1% στα Δημητριακά, Όσπρια και Ξηρούς Καρπούς και το 9% στους υπόλοιπους υποκλάδους.
Η ανάλυση των ισολογισμών έδειξε μεταξύ άλλων, προσθέτουν οι κ.κ. Παπαδόπουλος και Παπακώστας, ότι οι μέσες καθαρές ετήσιες πωλήσεις εμφανίζουν το χαμηλότερο επίπεδό τους (7.419.504 €) το 2009, έτος που εμφανίζεται έντονη η οικονομική ύφεση στην Ελλάδα, αλλά μέσα σε 2 έτη, το 2011 οι θεσσαλικές επιχειρήσεις τροφίμων καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις πωλήσεις που είχαν αυτές το 2008 και να επιτύχουν το 2012 αύξηση των πωλήσεών τους κατά 41,4% φθάνοντας στο ύψος των 11.069.070 €.
Τα μέσα καθαρά αποτελέσματα χρήσεων δεν ακολούθησαν την πορεία των καθαρών ετήσιων πωλήσεων για την περίοδο 2008-2012, αλλά το 2012 (160.155 €) εμφανίζονται μειωμένα κατά 8,2% σε σχέση με το 2008 και -35,8% σε σχέση με το 2009.
Οι μέσες απαιτήσεις έχουν μια ανοδική τάση για όλη την περίοδο με το έτος 2012 να ανέρχονται σε 3.478.252 €, αυξημένες κατά 26,7% σε σχέση με το 2007 και +5,9% με το έτος 2009.
Οι μέσες βραχυχρόνιες υποχρεώσεις των θεσσαλικών επιχειρήσεων τροφίμων εμφανίζουν μια σταθερά ανοδική πορεία φθάνοντας το 2012 στο υψηλότερο σημείο 5.207.408 €, αυξημένες κατά 36,8% σε σχέση με το 2008 και + 9,8% με το 2011.
Αντίστοιχα, εξηγούν οι ερευνητές (Παπακώστας και Παπαδόπουλος) ότι, οι μέσες μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις των εν λόγω επιχειρήσεων είχαν μια σταθερά μειούμενη τάση την περίοδο 2008-2011 (-5,8% κατά έτος), το 2012 αυξήθηκαν κατά 16,3% φθάνοντας το ποσό των 3.252.767 €. Επίσης, το μέσο κόστος των πωληθέντων προϊόντων ενώ εμφάνιζε μείωση κατά το έτη 2009 (-6,3%) και 2010 (-0,8%) σε σχέση με το 2008, το 2012 αυτό αυξάνεται σε ποσοστό 24,7%.
Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων των θεσσαλικών επιχειρήσεων τροφίμων έδειξε μεταξύ άλλων ακόμα, σύμφωνα με τους κ.κ. Παπαδόπουλο και Παπακώστα, ότι τα καθαρά αποτελέσματα χρήσεων σχετίζονται στατιστικά με τον αριθμό του απασχολούμενου προσωπικού αυτών. Δηλαδή, διευκρινίζουν, όσο περισσότερους εργαζόμενους απασχολεί η επιχείρηση τόσο μεγαλύτερα εμφανίζονται στα καθαρά αποτελέσματα χρήσεων.
Επίσης, οι καθαρές πωλήσεις σχετίζονται στατιστικά τόσο με τον αριθμό του απασχολούμενου προσωπικού όσο και με την πραγματοποίηση εξαγωγικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων.
Οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων σχετίζονται στατιστικά για τα έτη 2008, 2009 και 2010 τόσο με τον αριθμό του απασχολούμενου προσωπικού όσο και με την πραγματοποίηση εξαγωγικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, αλλά και το ποσοστό εξαγωγών των προϊόντων τους. Για τα έτη όμως 2011 και 2012 η συσχέτιση αυτή περιορίζεται μόνο στον αριθμό του απασχολούμενου προσωπικού.
Η πραγματοποίηση εξαγωγικής δραστηριότητας σχετίζεται στατιστικά με την έδρα της επιχείρησης. Μεγαλύτερο ποσοστό εξαγωγών πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις του Ν. Λάρισας (68,8%), του Ν. Μαγνησίας (62,5%). Ικανοποιητικό είναι το αντίστοιχο ποσοστό με έδρα το Ν. Τρικάλων (52,6%) και μικρό σχετικά αυτών με έδρα το Ν. Καρδίτσας (23,5%).
Ορισμένα από τα συμπεράσματα της έρευνας είναι, δεν παραλείπει να τονίσει ακόμα ο κ. Παπαδόπουλος, ότι η καλή πορεία των επιχειρήσεων τροφίμων και η αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την ενίσχυσή τους με εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, τον εξαγωγικό τους προσανατολισμό και τη διαφοροποίηση των προϊόντων τους.
Βέβαια, την περίοδο της έντονης οικονομικής κρίσης το να συζητά κάποιος για προσλήψεις προσωπικού από τις επιχειρήσεις μπορεί να θεωρηθεί «αφέλεια». Θα μπορούσε όμως να αναπτυχθούν εποικοδομητικές συνεργασίες μεταξύ των επιχειρήσεων, ως επιβεβλημένη ανάγκη, μέσω συγχωνεύσεων, εξαγορών κλπ για να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο.
Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι να συνυπάρχουν αφενός η καλή «χημεία» και οι ξεκάθαρες σχέσεις, και αφετέρου το απασχολούμενο προσωπικό να είναι το πλέον κατάλληλο (σύγχρονη και αντικειμενική αξιολόγηση), ικανό, πιστό και υπερήφανο για την επιχείρηση που εργάζεται, ενώ από την πλευρά της επιχείρησης θα πρέπει να καλλιεργούνται στο εσωτερικό της: η ενθάρρυνση, η σωστή επικοινωνία, η ειλικρίνεια, η καθοδήγηση και η διαρκής εκπαίδευση του προσωπικού τους, επισημαίνει ο Καθηγητής του ΤΕΙ Θεσσαλίας Ιωάννης Παπαδόπουλος, Υπεύθυνος του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένου Μάρκετινγκ Διοίκησης και Οικονομίας, του Τμήματος Σχεδιασμού και Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου και τέλος καταλήγει ότι είναι επιβεβλημένη η χάραξη αποτελεσματικών στρατηγικών μάρκετινγκ και η υιοθέτηση καλών πρακτικών για τις επιχειρήσεις της έρευνας.