Ερώτηση προς τους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης και Εσωτερικών κκ. Χαράλαμπο Αθανασίου, Βασίλη Κικίλια και Αργύρη Ντινόπουλο αντίστοιχα, κατέθεσε μαζί και με άλλους συναδέλφους του, ο βουλευτής ΝΔ του Ν. Λάρισας κ. Χρήστος Κέλλας, με θέμα τις προϋποθέσεις για το σφράγισμα των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ο Λαρισαίος πολιτικός μέσα από την ερώτησή του ζητά από τους αρμόδιους Υπουργούς να εισάγουν τροποποιητική διάταξη στο Ν. 4249/2014, με την οποία να προβλέπεται ρητά πως η σφράγιση ενός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος να προκύπτει μόνο κατόπιν έκδοσης της κύριας πράξης σφράγισης από τον αρμόδιο Δήμο, αλλά και της σχετικής απόφασης από το ποινικό δικαστήριο.
Αναλυτικά η ερώτηση του βουλευτή:
Λόγω της κατάργησης της Δημοτικής Αστυνομίας και των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν σχετικά με τις αρμοδιότητες των δημοτικών οργάνων να προβαίνουν στη σφράγιση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, εισήχθη η διάταξη του άρθρου 57 του νόμου 4249/2014 περί προϋποθέσεων σφράγισης κέντρων διασκέδασης και καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, η οποία δίνει τη δυνατότητα στο οικείο Αστυνομικό Τμήμα να εκδώσει πράξη σφράγισης χωρίς να έχει προηγηθεί η προσωρινή αφαίρεση της άδειας λειτουργίας από τον οικείο Δήμο.
Συνεπώς προκύπτει η υποχρέωση έκδοσης της κυρίας πράξεως αφαίρεσης αδείας από τον οικείο Δήμο σε εύλογο χρονικό διάστημα ώστε ουσιαστικά η πράξη σφράγισης να καταστεί νόμιμος και πιθανώς εκτελεστέα. Όμως δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα στην πράξη, εφόσον η αρμόδια Δημοτική Αρχή είτε δεν εκδίδει τη σχετική πράξη είτε παραλείπει να την εκδώσει σε εύλογο χρονικό διάστημα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εκτελείται η σφράγιση από το οικείο αστυνομικό τμήμα χωρίς να έχει εκδοθεί η κυρία πράξη, με συνέπεια να καθίσταται η πράξη σφράγισης πιθανόν παράνομη και ακυρωτέα.
Περαιτέρω τόσο η προσωρινή αφαίρεση της άδειας λειτουργίας κέντρου διασκέδασης ή καταστήματος όσο και η σφράγισή του δεν έχει τον χαρακτήρα ποινής που επιβάλλεται για την τέλεση ποινικού αδικήματος, αλλά αποτελεί διοικητική κύρωση, η οποία υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, και συνεπώς, η επιβολή της δεν συνιστά άσκηση δικαστικής εξουσίας. Παρέχεται δε πάντοτε στο φερόμενο ως παραβάτη, η δυνατότητα να υποβληθεί, ως προς την πράξη του, στην κρίση του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου μέσω προσφυγής, που ελέγχει τη νομική και πραγματική βάση της κατηγορίας, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο της ενδεχόμενης πλάνης περί τα πράγματα και τον έλεγχο της. Η τυχόν δε απαλλαγή του ενδιαφερομένου, ή αθώωση του στην ποινική διαδικασία, μπορεί να προβληθεί με την ανωτέρω προσφυγή, ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ως λόγος ακύρωσης που ανατρέπει την αιτιολογική βάση της δεύτερης. Όμως η δυνατότητα ακύρωσης λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, λόγω φόρτου των διοικητικών δικαστηρίων, προσδιορίζεται να εκδικαστεί αρκετά χρόνια μετά από την κατάθεσή της, με αποτέλεσμα το ποινικό δικαστήριο που προηγείται, να διαπιστώνει εκ των υστέρων, την αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την επιβληθείσα διοικητική κύρωση.
Κατόπιν όλων αυτών ερωτάσθε Κύριοι Υπουργοί:
Σε ποιες ενέργειες θα προβείτε ώστε να μην καθίσταται εκτελεστή η σχετική απόφαση σφράγισης του κέντρου και του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος από το οικείο αστυνομικό τμήμα αν δεν έχει προηγηθεί τόσο η έκδοση της κυρίας πράξης σφράγισης από τον αρμόδιο Δήμο όσο και η σχετική κρίση από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο;