Σύμφωνα με καταγγελίες εργαζομένων στο «Dnews», τα στοιχεία που προκύπτουν έχουν ως εξής:
1. Το επίδομα γάμου ύψους 10% δε χορηγείται σε όσους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα οι επιχειρήσεις τους δεν είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων. Επίσης, ακόμη και ορισμένες επιχειρήσεις που είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που συνάπτουν την ΕΓΣΣΕ αμφισβητούν την υποχρεωτικότητα χορήγησής του, καθώς ισχυρίζονται ότι με την 6η ΠΥΣ του 2012 απαγορεύεται η συμφωνία για μισθολογικούς όρους με την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Υποκριτικά, λοιπόν, διατείνονται ότι τάχα νοιάζονται για τους χαμηλόμισθους μισθωτούς, και δη τους νέους και τις νέες, ότι τάχα κόπτονται για το δημογραφικό, αφού ένα νέο ζευγάρι που σκέφτεται να ενωθεί με τα δεσμά του γάμου και να δημιουργήσει οικογένεια, τιμωρείται στην πραγματικότητα, καίτοι αναλαμβάνει πρόσθετες οικονομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τον γάμο.
2. Το επίδομα προϋπηρεσίας ύψους 10% για κάθε τριετία, το οποίο είναι, επίσης, συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό, επίσης δε χορηγείται σε εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Κι αυτό διότι κατά την πρόσληψη δεν υπάρχει αυτόματο cross check μεταξύ ΕΡΓΑΝΗ και ασφαλιστικού ιστορικού, ώστε να διαπιστώνεται επί τόπου αν η δήλωση του εργοδότη για τα έτη υπηρεσίας του μισθωτού βρίσκεται σε απολυτή ταύτιση με την ασφαλιστική του ιστορικότητα.
3. Εκατοντάδες επιχειρήσεις, όταν χορηγήθηκε η τελευταία αύξηση στον κατώτατο μισθό, τροποποίησαν το ωράριο εργασίας των εργαζομένων και από πλήρη απασχόληση το μετέτρεψαν σε μερική απασχόληση, ώστε να «απορροφηθεί» η όποια αύξηση. Οι εργαζόμενοι, όμως, εξακολουθούν και απασχολούνται με πλήρη ή και παραπάνω από πλήρες ωράριο εργασίας.
Ο γραμματέας Τύπου της ΓΣΕΕ Δημήτρης Καραγεωργόπουλος τονίζει ότι ο καθορισμός του κατώτατου μισθού μέσω της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΕΓΣΣΕ) και όχι μέσω αυτόματης προσαρμογής είναι σημαντικός για την προστασία της ισορροπίας των συμφερόντων του αδύναμου κρίκου διαπραγματευτικής αλυσίδας, των εργαζομένων.
Η διαδικασία των διμερών συλλογικών διαπραγματεύσεων επιτρέπει τη συμμέτοχη τόσο των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων όσο και των εργοδοτικών ενώσεων, διασφαλίζοντας ότι όχι μονό ακούγονται οι απόψεις και των δύο πλευρών, αλλά ότι αποτυπώνεται σε ένα κείμενο και η πραγματική βούλησή τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο κατώτατος μισθός καθορίζεται με βάση τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας, τις οικονομικές συνθήκες και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Όπως υπογραμμίζει, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν σημαντικό εργαλείο για τη διασφάλιση της καθολικότητας εφαρμογής των εργασιακών ορών και την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού, ιδιαίτερα όσον αφορά το μισθολογικό κόστος. Μέσω των συλλογικών συμβάσεων, θεσπίζονται ελάχιστοι όροι για τους μισθούς, τις συνθήκες εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων, οι οποίοι εφαρμόζονται σε όλους τους εργαζόμενους που καλύπτονται από τη σύμβαση, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή τον κλάδο της επιχείρησης.
Αυτό αποτρέπει την πρακτική ορισμένων εργοδοτών να μειώνουν το μισθολογικό κόστος σε βάρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων, προκειμένου να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Σημειώνει δε ότι «σε ένα περιβάλλον χωρίς συλλογικές συμβάσεις, η πίεση για μειώσεις στους μισθούς μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο υποβάθμισης των εργασιακών συνθηκών. Αντίθετα, οι συλλογικές συμβάσεις προωθούν έναν υγιή ανταγωνισμό που βασίζεται στην καινοτομία, την παραγωγικότητα και την ποιότητα, αποφεύγοντας την εκμετάλλευση των εργαζομένων και τη δημιουργία ανισοτήτων στην αγορά εργασίας.
Αντίθετα, μία αυτόματη προσαρμογή που είτε καθορίζεται μονομερώς από την κυβέρνηση είτε μέσω οιουδήποτε μαθηματικού – αλγοριθμικού τύπου, μπορεί να ευνοήσει τα εργοδοτικά συμφέροντα, αν η κυβερνητική βούληση κλίνει πως την εξυπηρέτησή τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκείς μισθολογικές αυξήσεις για τους εργαζομένους, περιορίζοντας την αγοραστική τους δύναμη και διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, επομένως, εγγυώνται μια πιο δίκαιη και διάφανη διαδικασία που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον».