Μετα τη συνάντηση ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος δήλωσε χαρακτηριστικά:
“Σήμερα είχαμε την πρώτη συνάντηση για να συζητήσουμε το πόρισμα που παρέδωσε η Επιτροπή για τους Επαρκείς κατώτατους μισθούς και για το πώς θα καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις το 80% των εργαζομένων. Δυστυχώς, αυτό που μάθαμε και αυτό που εμπεδώσαμε είναι τελικά ότι η κυβερνητική απόφαση είναι να μην επανέλθει το σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό.
Εμείς επιμένουμε ότι δεν υπάρχει πιο δίκαιο και δημοκρατικό σύστημα από αυτό. Σε κάθε περίπτωση όμως και με την Γενική απεργία στις 20 Νοεμβρίου θα νοηματοδοτήσουμε την προσπάθειά μας να έχουμε πραγματικές αυξήσεις, να έχουμε συλλογικές συμβάσεις εργασίας για όλους γιατί είναι η μόνη απάντηση για να καλυφθούν οι εργαζόμενοι, οι μισθωτοί, οι άνθρωποι του μόχθου, από την ακρίβεια, στα αγαθά στη στέγαση που πλήττουν όλα τα νοικοκυριά.”
Στο επίκεντρο του Κοινωνικού διαλόγου που θα συνεχιστεί με τους υπόλοιπους κοινωνικούς εταίρους (εργοδοτικές οργανώσεις) βρίσκεται το πόρισμα της Επιστημονικής Επιτροπής για την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής οδηγίας σχετικά με επαρκείς κατώτατους μισθούς και τη διαδικασία καθορισμού των κατώτατων αποδοχών που προτείνεται σε αυτό.
Η πρόταση αφορά στη χρήση μαθηματικού τύπου, ο οποίος θα λαμβάνει υπ’ όψιν τον πληθωρισμό και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Επιπλέον, προτείνεται η κατάρτιση σχεδίου δράσης για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Οι διαφωνίες των συνδικάτων εντοπίζονται στα εξής σημεία:
Διατηρείται το μνημονιακό καθεστώς με την αφαίρεση του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων να διαβουλεύονται και να αποφασίζουν επί του κατώτατου μισθού.
Προβλέπεται ακόμη και το “πάγωμα” των κατώτατων αποδοχών σε περίπτωση που κριθεί ότι η οικονομική συγκυρία δεν εννοεί τη χορήγηση αύξησης.
Το νέο σύστημα καθιερώνει έναν μόνιμο κόφτη, ένα αυτόματο μισθολογικό πλαφόν, για τους μισθούς των εργαζομένων.
Οι όποιες αλλαγές, ακόμη κι αν ήταν θετικές, έχουν ορίζοντα εφαρμογής από το 2028 και μετά.
Επομένως, συνεχίζεται η χρήση του ισχύοντος -ανεπαρκούς όπως έχει αποδειχθεί- μοντέλου υπολογισμού του κατώτατου μισθού, ενώ οι πραγματικοί μισθοί είναι μικρότεροι κατά 14% σε σχέση με το 2011 και φυσικά δεν καλύπτονται οι βαριές εισοδηματικές απώλειες που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι εξαιτίας της ακρίβειας.
Δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη για την αποκατάσταση των κλαδικών συμβάσεων, οι οποίες αντί για το 80% των εργαζομένων που προβλέπει η κοινοτική οδηγία, καλύπτουν λιγότερο από το 30%.
Παράλληλα, φέτος έχουν υπογραφεί μόλις οκτώ εθνικές κλαδικές ή ομοιοπεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας.