Και αυτό προκειμένου να μειωθούν τα φορολογικά βάρη στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και το ασφαλιστικό κόστος για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις.
Σ’ αυτόν τον άξονα θα κινηθεί η φορολογική πολιτική που σχεδιάζει η κυβέρνηση για τα επόμενα χρόνια, κινητήρια δύναμη της οποίας θα είναι τα επιπλέον έσοδα ύψους 4 δισ. ευρώ που αναμένεται να προκύψουν από την σύλληψη της φορολογητέας ύλης σωρευτικά έως το 2027, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις.
Οι προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος που παρουσιάστηκαν από τον υπουργό Οικονομικών Κ. Χατζηδάκη αποτυπώνουν το εύρος του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργεί η πολιτική σύλληψης της φοροδιαφυγής. Αποδίδει, πλέον, σημαντικά πλεονάσματα εσόδων για τα δημόσια ταμεία τα οποία το 2027 εκτιμάται ότι θα φτάσουν σε ετήσια βάση τα 2,5 δισ. ευρώ. Αυτός ο δημοσιονομικό χώρος, σύμφωνα με το σχέδιο που καταστρώνει το οικονομικό επιτελείο, αναμένεται να αξιοποιηθεί με παρεμβάσεις που θα ξεδιπλωθούν την επόμενη τριετία και θα αφορούν τη μείωση των συντελεστών στη φορολογία εισοδήματος καθώς και στην περαιτέρω μείωση των εισφορών για εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Ο υπουργός Οικονομικών έχει ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι η μείωση των έμμεσων φόρων είναι αναποτελεσματικός τρόπος, τόσο για τον περιορισμό των φορολογικών βαρών όσο και για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, γιατί εντέλει δεν την καρπώνονται οι φορολογούμενοι ούτε οι καταναλωτές. Γι’ αυτό και δεν αναμένεται να υπάρξουν παρεμβάσεις στον τομέα αυτόν.
Σύμφωνα με πληροφορίες στις προθέσεις του οικονομικού επιτελείου είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών που θα αφορά κυρίως τα μεσαία εισοδήματα τα οποία παρά τις ελαφρύνσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια εξακολουθούν να επωμίζονται το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος. Στα σενάρια των αλλαγών περιλαμβάνονται, επίσης, μειώσεις στα τεκμήρια διαβίωσης αλλά και στον ΕΝΦΙΑ. Ταυτόχρονα θεωρείται ειλημμένη απόφαση η κατάργηση το 2027 του τέλους επιτηδεύματος για τους μισθωτούς με μπλοκάκι η οποία καταργήθηκε ήδη για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση των εισφορών, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ήδη από το βήμα της ΔΕΘ τη μείωσή τους κατά μία ποσοστιαία μονάδα από την 1.1.2025, σε διπλάσιο ποσοστό από αυτό που είχε προαναγγελθεί. Επίσης έχει ανακοινωθεί ακόμη μία μείωση κατά 0,5% από το 2027. Ο διευρυμένος δημοσιονομικός χώρος δημιουργεί περιθώρια και για νέες παρεμβάσεις στο μέτωπο αυτό προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω το μη μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις αλλά και το κόστος ασφάλισης για τους μισθωτούς. Η πολιτική μείωσης των εισφορών εκτός από τα άμεσα οφέλη που έχει για επιχειρήσεις και μισθωτούς προκαλεί και έμμεσα αποτελέσματα αφού δημιουργεί περιθώρια στις επιχειρήσεις στον ιδιωτικό τομέα να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζόμενων.
Σημειώνεται ότι, μετά και τη νέα μείωση, οι ασφαλιστικές εισφορές θα έχουν υποχωρήσει κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες και πλησιάζουν στον μέσο όρο της Ε.Ε. Από τη μείωση αυτή, το όφελος στις εργοδοτικές εισφορές φτάνει στις 3,3 ποσοστιαίες μονάδες. Η μείωση μισής μονάδας σημαίνει ετήσιο όφελος από 58 ευρώ για τους χαμηλόμισθους έως 387 ευρώ για τους υψηλόμισθους εργαζόμενους.
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις είναι ενδεικτικό ότι για όσες απασχολούν 30 εργαζόμενους με μέσες μικτές αποδοχές 1.670 ευρώ ελαφρύνονται κατά 3.507 ευρώ στις εισφορές τους σε ετήσια βάση.