Αυτή η αύξηση αντιπροσωπεύει μια σημαντική άνοδο της τάξης του 30% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή την ανάκαμψη περιλαμβάνουν την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και τις αυξημένες πωλήσεις αυτοκινήτων, οι οποίες κατέγραψαν αύξηση 6,5% για νέα ή εισαγόμενα μεταχειρισμένα οχήματα.
Παρά την αύξηση της καταναλωτικής πίστης, τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων παραμένουν ανησυχητικά υψηλά, κυμαινόμενα από 11% έως 14%. Αυτά τα επιτόκια είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη, επιβαρύνοντας σημαντικά τους δανειολήπτες, οι οποίοι αναγκάζονται να εξυπηρετούν το χρέος τους υπό πολύ δυσμενείς συνθήκες.
Στα δάνεια αυτοκινήτου, τα επιτόκια κυμαίνονται από 8,5% έως 11%, ανάλογα με την προέλευση του οχήματος και τη μάρκα του αυτοκινήτου. Ακόμη και αυτά τα επιτόκια, αν και χαμηλότερα από τα απλά καταναλωτικά δάνεια, παραμένουν υψηλά σε σχέση με τις συνθήκες της αγοράς. Τα δάνεια με εξασφάλιση, όπως αυτά που παρέχουν προνομιακά επιτόκια από 4,5% έως 7,5%, προσφέρουν καλύτερους όρους λόγω της εξασφάλισης που απαιτείται (π.χ., προσημείωση ακινήτου, κατάθεση μετρητών σε ειδικό λογαριασμό ή ενεχυρίαση τίτλων).
Ενώ η ανάκαμψη της καταναλωτικής πίστης μπορεί να αντανακλά αυξημένη εμπιστοσύνη στην οικονομία, αυξάνει επίσης το συνολικό χρέος των νοικοκυριών, καθιστώντας τα πιο ευάλωτα σε πιθανές μελλοντικές οικονομικές κρίσεις.
Αν και η εικόνα της αυξημένης κατανάλωσης μπορεί να φαίνεται θετική στην επιφάνεια, τα υψηλά επιτόκια, η αυξανόμενη εξάρτηση από το δανεισμό και η συνεχιζόμενη πίεση από τη φορολογία δημιουργούν ένα περιβάλλον που μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο για τη μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα των ελληνικών νοικοκυριών.