Κι αν στη σχετική ανακοίνωση αναφέρεται μεταξύ άλλων πως το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που «αποσκοπούν στην ολιστική και πολυεπίπεδη αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής, τη φορολογική δικαιοσύνη και την εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων για την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής», οι ελεύθεροι επαγγελματίες εξέφρασαν αντίθετη άποψη.
Όλες αυτές τις ημέρες καταγράφηκαν συγκεντρώσεις και πορείες, διαμαρτυρίες από διάφορους επιστημονικούς και επαγγελματικούς κλάδους και φορείς.
Ο οικονομολόγος και πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Θεσσαλίας κ. Ηλίας Κοτσιμπογεώργος μιλώντας στην «Ε» σημείωσε πως δεν διορθώνεται το πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Δεν πιστεύει ωστόσο πως στόχος της κυβέρνησης είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά το θεωρεί ως ένα οριζόντιο εισπρακτικό μέσο, προκειμένου να εισπραχθούν κάθε χρόνο 700 – 800 εκατομμύρια ευρώ. Σημειώνει ακόμα πως η σταθερότητα στο φορολογικό περιβάλλον είναι από τα πρώτα πέντε βασικά κριτήρια, προκειμένου να επιλεγεί το περιβάλλον αυτό, ως κατάλληλο για επενδύσεις. Κάτι που στην Ελλάδα όμως δεν συμβαίνει…
Αναλυτικά η συζήτηση με τον κ. Κοτσιμπογεώργο έχει ως εξής:
* Γιατί πιστεύετε πως το νομοσχέδιο δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;
«Η εμπειρία μας λέει ότι τα οριζόντια μέτρα, όπως είναι ο τεκμαρτός προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος προκειμένου να βεβαιωθεί ο φόρος, δεν αντιμετωπίζει σωστά το πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Με το να θεωρείται φοροφυγάς κάποιος που επιχειρεί από την πρώτη ημέρα της έναρξής του, χωρίς μάλιστα να διαθέτει καθόλου αφορολόγητο εισόδημα κατά τον προσδιορισμό του φόρου του, δεν διορθώνεται το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, όπως μας έδειξε το σύντομο παρελθόν. Πρέπει οπωσδήποτε να δοθούν κίνητρα στους ιδιώτες για να ζητάνε την απόδειξη, χρειάζεται να δημιουργηθεί φορολογική συνείδηση στους πολίτες και οπωσδήποτε θα πρέπει το κράτος να βελτιώσει τις υπηρεσίες του. Δυστυχώς ακόμη απολαμβάνουμε χαμηλές υπηρεσίες με πολύ υψηλό κόστος».
* Πιστεύετε πως στοχοποιεί τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις;
«Δεν πιστεύω ότι στόχος είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει δείξει ότι είναι υπέρ της επιχειρηματικότητας. Το έχει αποδείξει τα τελευταία 4 χρόνια με τις μειώσεις των συντελεστών φορολογίας σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, τις μειώσεις σε ΦΠΑ, την αποσύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών από το επιχειρηματικό κέρδος και άλλες ελαφρύνσεις που έχει νομοθετήσει τα χρόνια αυτά. Απλά πρόκειται για ένα οριζόντιο εισπρακτικό μέσο, προκειμένου να εισπραχθούν κάθε χρόνο 700 – 800 εκατομμύρια ευρώ.
Λόγω της επιβολής του σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες με χαμηλά εισοδήματα έχει ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση της κατηγορίας αυτής και κάποιοι να υιοθετούν την άποψη ότι στόχος είναι η εξόντωση των μικρομεσαίων κυρίως για πολιτικούς ή άλλους λόγους».
* Λέτε συχνά πως είναι αναχρονιστικό. Τι το κακό έχουν τα αντικειμενικά κριτήρια στη φορολόγηση των ατομικών επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων;
«Δεν το λέω εγώ! Μας το είπαν οι πιστωτές μας κατά την επιβολή των μνημονίων. Μας είπαν, λοιπόν, ότι δεν είναι σύγχρονο ένα φορολογικό σύστημα που προσδιορίζει το εισόδημα με συντελεστές καθαρού κέρδους επί των ακαθάριστων εσόδων, ότι είναι αναχρονιστικό να υπολογίζεται το εισόδημα με τεκμαρτό προσδιορισμό. Για τον λόγο αυτό καταργήθηκε ο Ν.2238/1994 και στη θέση του νομοθετήθηκε ο Ν.4172/2013, σύμφωνα με τον οποίο τα κέρδη όλων των επιχειρήσεων πολύ μικρών, μικρών, μεσαίων και μεγάλων προσδιορίζεται με λογιστικό προσδιορισμό, δηλαδή με έσοδα μείον έξοδα χωρίς εξαιρέσεις. Τα αντικειμενικά κριτήρια παραβιάζουν γενικές αρχές φορολογικού δικαίου. Πρώτον, παραβιάζουν την αρχή της καθολικότητας του φόρου, σύμφωνα με την οποία η φορολογική υποχρέωση είναι γενική και επιβαλλόμενη βάσει γενικών κριτηρίων σε όλους τους φορολογουμένους. Δεύτερον, παραβιάζουν την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας του υπόχρεου φορολογουμένου, διότι ο φορολογούμενος κινδυνεύει να μην του απομένουν ικανοί πόροι για την αξιοπρεπή διαβίωσή του μετά την επιβολή του φόρου στα τεκμαρτά εισοδήματα. Και τέλος η αναδρομική επιβολή της τεκμαρτής φορολόγησης για τη χρήση του 2023 είναι ενάντια στην αρχή της βεβαιότητας του φόρου, σύμφωνα με την οποία ο φόρος πρέπει να είναι γνωστός εκ των προτέρων, τόσο ως προς την ύπαρξή του και τον τρόπο επιβολής του, όσο και ως προς το ύψος και το μέγεθός του. Επιπλέον, η σύνδεση του κόστους της μισθοδοσίας με τον υπολογισμό του τεκμαρτού εισοδήματος, όπως προβλέπει το φορολογικό νομοσχέδιο, προτρέπει σε μείωση θέσεων εργασίας ή υποδηλούμενη αμοιβή στο προσωπικό και υποδηλούμενη εργασία. Επίσης, επειδή οι έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ, τέλη κτλ.) δεν μπορούν να επιβληθούν σε εισοδήματα που υπολογίζονται τεκμαρτά, το ύψος της φοροδιαφυγής θα περιοριστεί μόνο ως προς τον φόρο εισοδήματος, ενώ στους έμμεσους φόρους θα παραμείνει αμετάβλητη».
* Οι πολλές και συχνές αλλαγές στον τρόπο φορολόγησης θεωρείτε πως αποτελούν κίνητρο για επενδύσεις στη χώρα μας ή εμπόδιο;
«Η σταθερότητα στο φορολογικό περιβάλλον είναι από τα πρώτα πέντε βασικά κριτήρια, προκειμένου να επιλεγεί το περιβάλλον αυτό ως κατάλληλο για επενδύσεις. Μάλιστα η σταθερότητα στη φορολόγηση, προηγείται και από το κριτήριο του ύψους της φορολόγησης. Δηλαδή μια επιχείρηση προκειμένου να επιλέξει μια χώρα για να επενδύσει, θα ελέγξει πρώτα πόσο σταθερό είναι το φορολογικό περιβάλλον της χώρας αυτής και σε δεύτερο χρόνο το ύψος της φορολόγησης. Δυστυχώς είμαστε αρκετά πίσω και στο κομμάτι αυτό. Θυμηθείτε ότι προεκλογικά την περασμένη άνοιξη, κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης, προφανώς για λόγους εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης, θεωρούσαν ότι ο φόρος διανομής 5% είναι πολύ χαμηλός και ότι πρέπει να αυξηθεί σημαντικά, διότι το κράτος χάνει έσοδα και οι μεγάλες επιχειρήσεις ευνοούνται σημαντικά. Ο συγκεκριμένος φόρος τα τελευταία 10 χρόνια άλλαξε από μηδέν σε 15%, μετά μειώθηκε σε 10% και τώρα βρίσκεται στο 5%. Όταν λοιπόν ο επενδυτής βλέπει σε ένα οικονομικό περιβάλλον τους συντελεστές να ανεβοκατεβαίνουν σαν καρδιογράφημα, δύσκολα θα το επιλέξει για να επενδύσει».
* Η πάγια διατυπωμένη θέση του Ο.Ε.Ε., είναι η υιοθέτηση ενός συστήματος φορολόγησης, βασισμένο στη λογική «Έσοδα – Έξοδα». Θέλετε να μας εξηγήσετε γιατί να το προτιμήσει η κυβέρνηση;
«Η λογική να προσδιορίζεται το καθαρό κέρδος -όχι μόνο όλων των επιχειρήσεων μικρών και μεγάλων, φυσικών και νομικών προσώπων, αλλά και των ιδιωτών- με έσοδα μείον έξοδα, προκύπτει από τη λογική ότι το έσοδο ενός προσώπου είναι έξοδο ενός άλλου προσώπου. Και όταν το έξοδο αυτό αναγνωρίζεται και εκπίπτει ολόκληρο, ο λήπτης δύσκολα θα διαπραγματευτεί τη μη έκδοση του παραστατικού, διότι θα ευνοηθεί αρκετά φορολογικά. Για να το κάνω πιο κατανοητό, ένας ιδιώτης δύσκολα θα διαπραγματευθεί την έκδοση μιας απόδειξης, συνολικής αξίας 124,00 ευρώ (100,00 καθ. Αξία πλέον 24,00 ΦΠΑ), όταν από την απόδειξη αυτή θα γλιτώσει 30 ευρώ φόρο. Με το ισχύον φορολογικό σύστημα ο ιδιώτης επιβαρύνεται τα 24,00 ευρώ του ΦΠΑ και η έκπτωση που έχει είναι μεταξύ 3,50 έως 16,36 ευρώ, ανάλογα σε ποια φορολογική κλίμακα βρίσκεται. Και αν μάλιστα έχει συμπληρώσει το ποσό των αποδείξεων, δεν έχει κανένα όφελος. Με τη λογική - εσόδων εξόδων σε όλους θα μειωθεί σημαντικά ο φόρος εισοδήματος που θα εισπράξει το κράτος από τους φορολογούμενους ιδιώτες, αλλά θα αυξηθεί αντίστοιχα ο φόρος εισοδήματος που θα εισπραχθεί από τις επιχειρήσεις, διότι οι τελευταίες θα αναγκαστούν να εκδίδουν όλα τα παραστατικά των εσόδων τους προς τους ιδιώτες. Με την αύξηση έκδοσης των παραστατικών από τις επιχειρήσεις το κέρδος για τις κρατικές εισπράξεις θα είναι ακόμη μεγαλύτερο και από την είσπραξη του ΦΠΑ. Και αν αναλογιστούμε ότι με το υπάρχον σύστημα ο ΦΠΑ αποτελεί 60% περίπου επί του συνόλου των εισπράξεων, ενώ ο φόρος εισοδήματος αποτελεί το 30%, το κέρδος για τα κρατικά έσοδα θα είναι σαφέστερα πολύ μεγαλύτερο, με το σύστημα έσοδα – έξοδα για όλους».