Ο πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο κήρυξαν πόλεμο με σύμμαχο την τεχνολογία, και σύμφωνα με αναλυτές, το κυριότερο εργαλείο είναι οι πληρωμές με κάρτα. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών γίνεται ακόμη με μετρητά, ενώ δεν υπάρχουν κίνητρα για να λαμβάνουν αποδείξεις οι καταναλωτές για την παροχή υπηρεσιών από συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδας.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
Μετά τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS και την ΑΑΔΕ σχεδιάζονται:
1. Η καθιέρωση ηλεκτρονικών δελτίων αποστολών,
2. Η καθιέρωση ηλεκτρονικών τιμολογίων παντού και
3. Η επανεξέταση της υποχρέωσης τήρησης βιβλίων σε ηλεκτρονική μορφή, για συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματιών.
Το σαφάρι ελέγχων θα ενισχυθεί με όπλα όπως είναι η επέκταση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών και ψηφιοποίηση διαδικασιών, αύξηση των ελέγχων και των διασταυρώσεων , εισαγωγή κυρώσεων για τη μη διαβίβαση στοιχείων στο MyDATA κτλ. Όλα αυτά θα φανεί αν θα φέρουν αποτέλεσματα καθώς έχουν χτυπήσει καμπανάκια τόσο από την Τράπεζα της Ελλάδος, όσο και η Κομισιον, κυρίως ως προς το κενό “ΦΠΑ”.
ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ
Το 2022, από τα 6,5 εκατομμύρια των φορολογουμένων μόλις 27.000 δήλωσαν ετήσιο εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ και 2 στους 3 φορολογούμενους δηλώνουν ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο από 10.000 ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία για την ιδιωτική κατανάλωση το ποσοστό των πληρωμών με κάρτα έχει αυξηθεί από το 2019, από το 2020 στο 37%, ενώ παραμένει κάτω από το 46%, που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα μη δηλωθέντα εισοδήματα είναι περίπου 60 δισ. Ευρώ, καθώς η αποταμίευση αυξήθηκε, άρα δεν τροφοδοτήθηκε από αυτήν η κατανάλωση. Έτσι, αν υπολογίσουμε έναν μέσο συντελεστή φορολογίας 30%, η απώλεια φορολογικών εσόδων, η φοροδιαφυγή, είναι 18 δισ. ευρώ, σχεδόν 10% του ΑΕΠ ή 32% των φορολογικών εσόδων.
ΜΙΣΘΩΤΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ
Πάντως, τα στοιχεία φέρνουν στο προσκήνιο την μαύρη πραγματικότητα: Μισθωτοί και συνταξιούχοι πληρώνουν το μάρμαρο της παραοικονομίας. Ο λογαριασμός της φοροδιαφυγής ξεπερνά τα 40 δισ. Ευρώ, ενώ μόνον το 5% των δηλωθέντων εισοδημάτων προέρχονται από επιχειρηματική δραστηριότητα. Μελέτη Eurobank καταγράφει τους βασικούς υπόπτους της φοροδιαφυγής με τα αποτελέσματα να κινούνται σε ένα εύρος μεταξύ 20%-30% του ΑΕΠ.
Ένα μέρος της παραοικονομίας αντανακλάται στο λεγόμενο κενό του ΦΠΑ δηλαδή διαφορά μεταξύ των πραγματικών εσόδων από τα αναμενόμενα. Το ποσό κατέγραψε σημαντική μείωση μεταξύ 2017 και 2020, κατά 2,8 δις ευρώ ή 9,4 ποσοστιαίες μονάδες των πραγματικών εσόδων (2017: 29,1% και 2020: 19,7%). Ωστόσο, το μέσο χάσμα ΦΠΑ στην ΕΕ για το 2020 ήταν 9,1%. Σε επίπεδο ΕΕ, η Ελλάδα κατέλαβε την 24η θέση μεταξύ 27 κρατών μελών (Ιταλία 20,8%, Μάλτα 24,1% και Ρουμανία 35,9%, Διάγραμμα 5). Η ΕΕ αναμένει το κενό για την Ελλάδα να συρρικνωθεί περαιτέρω το 2021 (14,0%).
ΠΟΙΟΙ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΟΣΑ
Από τα 84 δισ. ευρώ εισοδημάτων, λοιπόν, που δήλωσαν για το φορολογικό έτος 2021 τα φυσικά πρόσωπα, τα 66 δισ. ευρώ (78%) προήλθαν από μισθούς και συντάξεις. Μόλις τα 4,3 δισ. ευρώ (5%) από επιχειρηματική δραστηριότητα (7% αν συμπεριληφθεί και η αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα). Το 80% των νοικοκυριών που έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα δηλώνει εισοδήματα μικρότερα από 10.000 ευρώ. όπως αναφέρει η Eurobank, Σε σύγκριση με την κατανάλωση του 2021, προκύπτει μια διαφορά περίπου 47,8 δις και σε σχέση με την κατανάλωση του 2022, 59,2 δισ. Ευρω.
Ο αριθμός αυτός είναι πολύ κοντά σε αυτόν που ανέφερε ο Διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας προσφάτως (μιλώντας στο in.gr). Κατηγορίες επαγγελματιών όπως ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων δήλωσαν κατά μέσο όρο το 2021 εισόδημα 6,7 χιλ. από την κύρια πηγή εισοδήματός τους. Αυτό είναι περίπου το μισό από το μέσο εισόδημα που δηλώνουν οι μισθωτοί και το 60% από το μέσο εισόδημα που δηλώνουν οι συνταξιούχοι από τις κύριες πηγές εισοδήματός τους.
Η ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ
Ως προς τη διαχρονική εξέλιξη της διαφοράς μεταξύ δηλωθέντων εισοδημάτων προκύπτει ότι η εκτιμηθείσα κατανάλωση των νοικοκυριών κατά τα έτη 2015-2021 ήταν κατά 50-54 δις. ευρώ ετησίως μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα δαπάνη, και κατά 36-49 δις ευρώ ετησίως μεγαλύτερη από τα δηλωμένα εισοδήματα στην ΑΑΔΕ. Το τραγελαφικό της κατάστασης είναι για παράδειγμα ότι το 2020, το έτος μεγάλης ύφεσης λόγω της πανδημίας, δηλώθηκαν 1,3 δισ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με το 2019.
Οι χαμηλές εισπράξεις άμεσων φόρων στην Ελλάδα δεν οφείλονται στην ύπαρξη χαμηλών συντελεστών του φόρου εισοδήματος. Αντίθετα, ενώ αυτοί οι συντελεστές είναι συγκρίσιμοι με τους μέσους ευρωπαϊκούς, ο υψηλός συντελεστής εφαρμόζεται από ένα εξωφρενικά χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος (€40.000 ετήσιου εισοδήματος έναντι €300.000 ή και περισσότερο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες).