Τη Δεκάτη ως φόρο ο Καποδίστριας θέλησε να την εισπράττει σε χρήμα και όχι σε προϊόντα.
Το θετικό σε αυτό ήταν πως το κράτος δεν επιβαρυνόταν από έξοδα είσπραξης του φόρου, όμως οι καλλιεργητές θα γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους τοκογλύφους και την κερδοσκοπική μανία των αγοραστών αγροτικών προϊόντων. Επειδή όμως, η διάταξη της πληρωμής της Δεκάτης σε χρήμα προκάλεσε γενική αγανάκτηση, ο Καποδίστριας αναγκάστηκε να την καταργήσει.
Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
Τον Δεκέμβριο του 1877 ο Κουμουνδούρος είχε αλλάξει με νόμο τον τρόπο πληρωμής της Δεκάτης στο Δημόσιο, προβλέποντας πλέον για τους ενοικιαστές την προκαταβολή του ενοικίου σε μετρητά, κάτι επωφελές για τα κρατικά ταμεία. Η κατάργηση του φόρου της Δεκάτης συζητήθηκε στη Βουλή ενενήντα ημέρες μετά την παραίτηση της Κυβέρνησης Κουμουνδούρου και την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Χαρίλαο Τρικούπη. Έτσι, ψηφίστηκε ο νόμος «ΩΙ’» (810) περί καταργήσεως του μέχρι τούδε ισχύοντος φορολογικού συστήματος και αντικαταστάσεώς αυτού διά φόρου επί αροτριώντων ζώων. Οι συζητήσεις διήρκεσαν από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τις αρχές Μαΐου 1880. Υποστηρικτής της διατήρησης της Δεκάτης ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο οποίος αν και παλαιόθεν πολέμιος του φόρου, τελικά συντάχθηκε με τους υποστηρικτές της δεκάτης, αντιπροτείνοντας τη μείωσή της σε ποσοστό 5% επί της ακαθάριστης παραγωγής. Ο Κουμουνδούρος ήθελε να προσεταιριστεί τους βουλευτές υπέρμαχους της διατήρησης της Δεκάτης, που ήταν στην πλειοψηφία τους βουλευτές ενοικιαστές. Τελικά μόλις είκοσι ένας βουλευτές καταψήφισαν την κατάργηση της Δεκάτης, ενώ εξήντα εννέα απείχαν της ψηφοφορίας, μεταξύ αυτών και ο Κουμουνδούρος.