«Θα «πέσουν» περισσότερα χρήματα στην αγορά και θα ενισχυθεί η κατανάλωση είναι η κοινή συνισταμένη των απόψεών τους, αλλά οι επιχειρήσεις δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν σε αυτό το κόστος αν δεν υπάρξουν αντισταθμιστικά μέτρα στο μέτωπο της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών. Εργοδοτικοί φορείς, όπως ο ΣΘΕΒ, το Επιμελητήριο, οι Επαγγελματοβιοτέχνες και ο εμπορικός κόσμος της πόλης, συντάσσεται με κάθε απόφαση που υπηρετεί την κοινωνική συνοχή και τις προοπτικές της οικονομίας της χώρας χωρίς να εξαντλεί, βεβαίως, τις αντοχές του επιχειρηματικού κόσμου και ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και παραμένουν σταθεροί στη θέση τους ότι «ταυτόχρονα με την αύξηση του κατώτατου μισθού, επιβάλλεται και η μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση, όπως λένε, το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων θα αυξηθεί και θα εξελιχθεί σε τροχοπέδη στην ανάπτυξη... Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι μέσω της ΓΣΕΕ θεωρούν τον κατώτατο μισθό αναντίστοιχο των αναγκών και επιστροφή του μοντέλου διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας».
«Οι ικανοποιητικές αποδοχές των εργαζομένων και η σύγκλισή τους με τις αντίστοιχες άλλων χωρών της Ε.Ε. είναι πάντα ένας θεμιτός στόχος, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία που οι πληθωριστικές πιέσεις συμπιέζουν το διαθέσιμο εισόδημα όλων μας, εργαζομένων και επιχειρήσεων» σχολιάζει ενδεικτικά ο πρόεδρος του Συνδέσμου Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Γιώργος Ρουπακιάς. «Η θέση μας αυτή, προσθέτει, είναι γνωστή και όποια προσπάθεια της Πολιτείας προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν της τη στήριξη αφενός των εργαζομένων, αλλά και τις αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων, ώστε να μην πληγεί σε κανέναν βαθμό η ανταγωνιστικότητά τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παραμένουμε σταθεροί στην άποψή μας ότι ταυτόχρονα με την αύξηση του κατώτατου μισθού επιβάλλεται και η μείωση του μη μισθολογικού κόστους μέσω της περαιτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, για το οποίο η Πολιτεία έχει δεσμευτεί να προχωρήσει σε δεύτερο χρόνο. Το ζητούμενο είναι να υπάρχει ισορροπία μεταξύ όλων των στόχων που θέτει η κοινωνία: ευχαριστημένοι εργαζόμενοι και ισχυρή οικονομία».
Οφέλη στην κατανάλωση «βλέπουν» έμποροι και ΜμΕ, αλλά ζητούν παρέμβαση της Κυβέρνησης στο μη μισθολογικό κόστος.
Ο επιμελητηριακός κόσμος είναι σύμφωνος με την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά τα όρια των δυνατοτήτων των επιχειρήσεων δεν είναι ανεξάντλητα, επισημαίνει ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Λάρισας Σωτήρης Γιαννακόπουλος. «Οι επιχειρηματίες συναισθάνονται την κοινωνική διάσταση της αύξησης μισθών, η οποία δίνει ανάσα σε μεγάλη μερίδα πολιτών, ενώ μπορεί να φέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη στην κατανάλωση» τονίζει, αλλά το ζητούμενο είναι να δοθεί η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν, ώστε να προσφέρουν καλύτερα αμειβόμενες δουλειές, να μειωθεί η ανεργία και να αντιμετωπιστεί η στρέβλωση της έλλειψης εργαζομένων. «Πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να επιδοτήσουμε την εργασία και όχι την ανεργία» τονίζει, προσθέτοντας τη σημασία της παρέμβασης στο μη μισθολογικό κόστος και της επιστροφής στο μοντέλο προσδιορισμού του κατώτατου μισθού μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις των θεσμοθετημένων φορέων εργοδοτών και εργαζομένων με εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας.
«Θα πρέπει σαφέστατα να αναφέρω», τονίζει από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΕΣΛ Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, «ότι η αύξηση αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει από μόνη της. Πρέπει να συνδυαστεί απαραίτητα με μείωση του μη μισθολογικού κόστους και την εξάλειψη του τέλους επιτηδεύματος των επιχειρήσεων για να υπάρχει συνέχεια στην ομαλή επιβίωσή τους, αλλά και για να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας.
Οι επιχειρήσεις και το ελληνικό εμπόριο έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα τα τελευταία χρόνια και είναι σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση. Κάθε αλλαγή μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα. Καλό θα ήταν η Κυβέρνηση να μη λειτουργεί αυτόνομα, να σταθεί δίπλα μας και κάθε μέτρο που ανακοινώνεται να συνοδεύεται με την ανάλογη στήριξή μας. Επίσης, θα ήθελα να υπογραμμίσω εκ νέου την ανάγκη να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους η αποφασιστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, οι οποίοι είναι και οι «καθ’ ύλην» αρμόδιοι».
Ο Γιώργος Σακελλαρόπουλος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ν. Λάρισας, σημειώνει στην «Ε» ότι η απόφαση της Κυβέρνησης κινείται εντός των πλαισίων που είχε προϋπολογίσει η ΓΣΕΒΕΕ (8-10%), αλλά μέτρα ανακούφισης των επιχειρήσεων, όπως η μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος εκλείπουν.
Το μεγάλο πρόβλημα, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΟΕΒΕΛ, είναι το διαθέσιμο εισόδημα, καθώς μεγάλο μέρος του μισθού ή της σύνταξης κατευθύνεται στην κάλυψη ανελαστικών αναγκών του νοικοκυριού.
Οι επαγγελματοβιοτέχνες ζητούν συμπληρωματικά της αύξησης του κατώτατου μισθού και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και των φορολογικών βαρών. Μόνο έτσι θα εξισορροπηθεί το επιπλέον μισθολογικό κόστος.
ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ
Πάντως, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν με δυσθυμία το ύψος του νέου κατώτατου μισθού, καθώς, όπως λένε, βρίσκεται μακριά από τις απαιτήσεις των πιο φτωχών εργαζομένων και δεν τους επιτρέπει να καλύπτουν βασικές ανάγκες διαβίωσης». Όπως αναφέρει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) σε ανακοίνωσή της, «οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, γι’ αυτό και απαιτείται περαιτέρω λήψη μέτρων, που θα ενισχύουν τα εισοδήματά τους, την προστασία τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους». Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, ο θεσμός του κατώτατου μισθού είναι καθοριστικός για τη δημιουργία προϋποθέσεων μετάβασης σε μία πιο ανθεκτική, βιώσιμη και δίκαιη οικονομία και κοινωνία. Για τη Συνομοσπονδία, λοιπόν, είναι επιτακτική ανάγκη η θεσμική επαναφορά της διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, μετά από διαπραγμάτευση με τους κοινωνικούς εταίρους, μέσω, δηλαδή, Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ
Όσον αφορά το τελικό καθαρό ποσό που θα βάζουν στην τσέπη τους οι εργαζόμενοι από 1η Απριλίου, μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού, αφού αφαιρεθούν από τα 780 ευρώ οι ασφαλιστικές εισφορές και ο φόρος εισοδήματος, αυτό διαμορφώνεται στα 667 ευρώ. Το ποσό αυτό, όμως, πολλαπλασιάζεται επί 14, καθώς κάθε χρόνο καταβάλλονται δώρα και επίδομα άδειας. Έτσι, με αναγωγή σε 12μηνη βάση ο καθαρός κατώτατος μισθός φθάνει στα 778 ευρώ τον μήνα. Το ετήσιο καθαρό εισόδημα των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό διαμορφώνεται στα 9.336 ευρώ. Όμως, με δεδομένο ότι ο νέος κατώτατος μισθός θα υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο, θα υπάρχει φορολογική επιβάρυνση. Ωστόσο, ακόμη κι αν λογαριάσει κανείς την επίδραση της φορολογίας, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι κερδισμένοι. Συγκεκριμένα, ενώ το ετήσιο καθαρό εισόδημα του 2022 ήταν 8.597 ευρώ, τώρα πλέον διαμορφώνεται στις 9.336 ευρώ. Με άλλα λόγια, το καθαρό τους εισόδημα αφού πληρωθούν οι όποιοι φόροι θα είναι κατά 739 ευρώ μεγαλύτερο.
ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ
Με την αύξηση του μισθού, όπως είναι γνωστό, αυξάνονται 19 συνολικά επιδόματα.
Αρχικά το επίδομα ανεργίας αυξάνεται από τα 438 ευρώ που ήταν τον Μάιο του 2022 στα 479 ευρώ τον Απρίλιο του 2023 (συνολική αύξηση 80 ευρώ). Τα υπόλοιπα επιδόματα, μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού, διαμορφώνονται ως εξής:
Ειδική παροχή μητρότητας: 780 ευρώ, επίδομα γονικής άδειας: 780 ευρώ, Βοήθημα λήξης ανεργίας: 13 ημερήσια επιδόματα (249,08 ευρώ), Βοήθημα τρίμηνης παραμονής στα μητρώα ανέργων: 15 ημερήσια επιδόματα (287,4 ευρώ), Επίδομα αποφυλακισμένων: 15 ημερήσια επιδόματα (287,4 ευρώ), Επίσχεσης Εργασίας: 20 ημερήσια επιδόματα (383,2 ευρώ), Αφερεγγυότητας εργοδότη: Έως 3 μισθοί, Εποχικό οικοδόμων: Το 70% των 37 κατ. ημερομισθίων (902,356 ευρώ), Εποχικό σμυριδεργάτων: Το 70% των 50 κατ. ημερομ/θιων (1.219,4 ευρώ), Εποχικό για καλλιτέχνες, θέατρα, τουρισμό: Το 70% των 25 κατ. ημερομ/θιων (609,7 ευρώ), Άλλα εποχικά (δασεργατών-ρητινοσυλλεκτών, καπνεργατών, αγγειοπλαστών-κεραμοποιών-πλινθοποιών και μισθωτών ναυπηγ/κής ζώνης): Το 70% των 35 κατ. ημερομ/θίων (853,58 ευρώ), Βοήθημα μη μισθωτών: Μηνιαίο επίδομα ανεργίας (479 ευρώ), Επίδομα εργασίας: 50% επιδόματος ανεργίας (239,5 ευρώ), Αποζημίωση μαθητών ΕΠΑ.Σ.: 75% κατ. ημερομισθίου (26,13 ευρώ), επίδομα πρακτικής άσκησης (ΙΕΚ ΔΥΠΑ): 80% κατώτατου μισθού (624 ευρώ), Απόκτηση εργασιακής εμπειρίας: 780 ευρώ, Προγράμματα κοινωφελούς χαρακτήρα: Κατώτατο ημερομίσθιο 34,84 ευρώ, Προγράμματα απασχόλησης: Επιδότηση 50%-90% του κατώτατου μισθού και για εργαζόμενους φοιτητές που συμμετέχουν σε εξετάσεις: 30 κατ. ημερομίσθια για τους προπτυχιακούς (1.045,2 ευρώ)/10 κατ. ημερομίσθια για τους μεταπτυχιακούς (348,4 ευρώ).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΛΗΣ