κατανάλωσης.
Οι επιπτώσεις της δραματικής αύξησης του κόστους ενέργειας στη λειτουργία και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων εστίασης βρέθηκαν στο επίκεντρο πρόσφατης συνάντησης των μελών της Ένωσης Επιχειρήσεων Οργανωμένης Εστίασης (ΕΠΟΕΣ).
Εκπρόσωποι των μεγάλων αλυσίδων, που αντιπροσωπεύουν πάνω από 30-35 χιλ. καταστήματα, τόνισαν ότι έπειτα από τη θύελλα της πανδημίας που έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα την εστίαση, ο κλάδος βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με την «τέλεια καταιγίδα». Οι ήδη τραυματισμένες από την Covid επιχειρήσεις καλούνται σήμερα να διαχειριστούν αφενός τις υπέρογκες αυξήσεις στα τιμολόγια της ενέργειας και αφετέρου τον περιορισμό της κατανάλωσης στον οποίο οδηγεί τους καταναλωτές η γενικευμένη κρίση.
Οι επιχειρηματίες περιγράφουν ένα περιβάλλον εξαιρετικά επιβαρυμένο, λόγω των υπέρογκων αυξήσεων σε πρώτες ύλες, υλικά συσκευασίας και μεταφορικά, όπου οι υπερδιπλάσιοι λογαριασμοί ρεύματος προμηνύουν πολύ δύσκολη κατάσταση για τις επιχειρήσεις εστίασης, οι οποίες για τρίτο στη σειρά χειμώνα θα δοκιμάσουν τις αντοχές τους.
Τα μέλη της ΕΠΟΕΣ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της νέας κρίσης σε έναν κλάδο που αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομίας, προσφέροντας εργασία σε δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούν αναγκαία τη λήψη στοχευμένων μέτρων από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους.
Σύμφωνα με τον Γιάννης Λιάρο, διευθυντή της ΕΠΟΕΣ, τα μέλη της ένωσης συμφώνησαν να επιδιώξουν άμεσα συναντήσεις με τις αρμόδιες κυβερνητικές αρχές και ιδιαίτερα με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προκειμένου να καταθέσουν προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ο ίδιος συμμερίζεται την άποψη ότι το ενεργειακό κόστος είναι ένα πρόβλημα που αφορά όλη την αγορά, συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυριών και στο πλαίσιο αυτό επιδιώκεται μια ρεαλιστική λύση.
Η ρεαλιστική λύση και το παράδειγμα των αρτοποιών
Ως παράδειγμα αναφέρεται η επιδότηση των αρτοποιείων κατά το προηγούμενο διάστημα με στόχο την απορρόφηση μέρους του κόστους παραγωγής του ψωμιού, ως είδους πρώτης ανάγκης. Ωστόσο υπάρχει το επιχείρημα ότι τα αρτοποιεία στις μέρες μας, με εξαίρεση κάποιους παραδοσιακούς φούρνους, δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις επιχειρήσεις εστίασης ως προς τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρουν στον καταναλωτή, καθώς το ψωμί είναι πάνω-κάτω 10% του τζίρου τους. Πρόκειται για δίκαιο μέτρο, όπως αναφέρεται, αλλά στις παρούσες συνθήκες οι πιέσεις είναι γενικευμένες στην αγορά πλήττοντας μικρές και μεγάλες εταιρείες εστίασης.
Ο κ. Λιάρος τονίζει ότι η πίεση έρχεται από όλους τους παράγοντες κόστους και κυρίως από την ενέργεια ενώ για το προσεχές διάστημα η μεγάλη απειλή είναι η πτώση της κατανάλωσης. Με το κόστος φυσικού αερίου και πετρελαίου στα ύψη είναι προφανές ότι οι καταναλωτές θα αρχίσουν να μειώνουν τις δαπάνες σε καφέ κι εστιατόρια.
«Μετά την ευχάριστη παρένθεση του τουρισμού υπάρχει ανησυχία καθώς οι λογαριασμοί ακόμη και σήμερα, μετά τις επιδοτήσεις, έρχονται 2,5 φορές υψηλότεροι», τονίζει εξηγώντας ότι με τη μείωση της κατανάλωσης η δυσμενής κατάσταση θα επιδεινωθεί γι’ αυτό απαιτείται πιο γενναία οριζόντια επιδότηση ενεργειακού κόστους για όλες τις επιχειρήσεις εστίασης.