Η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι η προτεινόμενη αλλαγή θα ήταν περισσότερο ορθολογικό να συζητηθεί σε κανονικές οικονομικές συνθήκες, δηλαδή μετά την πανδημία και υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει προηγηθεί εξαντλητικός διάλογος μεταξύ των κοινωνικών φορέων.
Όπως επισημάνθηκε, κατά τη διάρκεια της συζήτησης από την πλευρά της ΓΣΕΒΕΕ, τα τελευταία 10 χρόνια έχουν γίνει δομικές παρεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης όμως τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, οι παρεμβάσεις αυτές δεν συνδυάστηκαν με βελτίωση ή διατήρηση των παροχών. Αντίθετα, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επετεύχθη σε γενικές γραμμές μέσα από την μείωση των υφιστάμενων και μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών καθώς και με την αύξηση των συνταξιοδοτικών ορίων ηλικίας.
«Κοινή συνισταμένη που έχει επηρεάσει αρνητικά την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός ικανοποιητικού, βιώσιμου και αποδεκτού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης υπήρξε η απουσία συστηματικού κοινωνικού διαλόγου, αλλά και η απουσία ειλικρινών προσπαθειών καθορισμού κοινής στρατηγικής των πολιτικών κομμάτων, για ένα ζήτημα που απαιτεί ευρεία συναίνεση για την χάραξη μακροπρόθεσμων πολιτικών» υπογραμμίζει η ΓΣΕΒΕΕ. Τονίζει μάλιστα ότι: «και για αυτό το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν προηγήθηκε ουσιαστική και συστηματική διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς κατά τον σχεδιασμό του. Επιπλέον έρχεται σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από έντονη αβεβαιότητα για το μέλλον, ενώ δεν αποτελεί και ζήτημα άμεσης και επείγουσας προτεραιότητας εν μέσω πανδημίας που το ζητούμενο είναι να παραμείνουν οι επιχειρήσεις όρθιες και να συγκρατηθεί η απασχόληση, που εκ των πραγμάτων αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη στήριξη οποιουδήποτε είδους ασφαλιστικού συστήματος».
Δεν είναι αναγκαία η προτεινόμενη μεταρρύθμιση
Ειδικότερα τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της προτεινόμενης αλλαγής είναι : α) το δημογραφικό πρόβλημα, β) το κόστος μετάβασης είναι διαχειρίσιμο γ) το νέο σύστημα θα χορηγεί υψηλότερες συντάξεις σε σχέση με το υφιστάμενο.
Εξετάζοντας το καθένα από αυτά η ΓΣΕΒΕΕ σημειώνει τα εξής:
α) Το δημογραφικό πρόβλημα πράγματι είναι ένα ζήτημα που στο πλαίσιο των ασφαλιστικών συστημάτων θα πρέπει να εξετάζεται. Ωστόσο για τη δίκη μας περίπτωση εάν οι προβολές για την γήρανση και την συρρίκνωσή του πληθυσμού επιβεβαιωθούν τότε το ασφαλιστικό θα είναι κατά τα φαινόμενα το λιγότερο σημαντικό πρόβλημα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε. Υπό αυτό το πρίσμα τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να λειτουργήσουν πρωτίστως σαν καμπανάκι για την χάραξη πολιτικών διαχείρισης και αντιστροφής του δημογραφικού προβλήματος. Άλλωστε, είναι κοινή παραδοχή, πως και το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι μεσομακροπρόθεσμα βιώσιμο.
β) Με το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, οι εισφορές των ασφαλισμένων που θα εντάσσονται στο σύστημα δεν θα χρηματοδοτούν τις υφιστάμενες επικουρικές συντάξεις αλλά θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται δημιουργώντας ένα αποθεματικό που θα χρηματοδοτεί τις συντάξεις των ίδιων. Ως εκ τούτου, προκύπτει ζήτημα χρηματοδότησης των επικουρικών συντάξεων, υφιστάμενων και μελλοντικών, που θα χορηγηθούν με βάση το παλαιό καθεστώς. Όπως προκύπτει από την αναλογιστική μελέτη το κόστος αυτό, δηλαδή η επιπλέον χρηματοδότηση που θα πρέπει να δοθεί για την κάλυψη του κενού αυτού, εκτιμάται περίπου στα 56 δισ. ευρώ. Το κόστος αυτό θα πρέπει να καλυφθεί από τον Κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή μέσω της φορολογίας καθώς τα αποθεματικά – περιουσιακά στοιχεία του ΕΤΕΑΕΠ δεν επαρκούν. Με άλλα λόγια οι νέοι ασφαλισμένοι καλούνται να χρηματοδοτήσουν τόσο ένα σημαντικό μέρος του κόστους μετάβασης (μέσω της φορολογίας) όσο και τη δική τους επικουρική ασφάλιση (μέσω των εισφορών).
Επιπλέον, προβλέπονται και επιπρόσθετες χρηματοδοτήσεις από τον Κρατικό προϋπολογισμό κυρίως για τις περιπτώσεις χορήγησης αναπηρικών συντάξεων ή/και συντάξεων θανάτου που δεν θα πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις. Υπάρχει δηλαδή και ένα επιπρόσθετο κρυφό κόστος μετάβασης που εκτιμάται περίπου στα 20 δίσ. ευρώ και που με βάση τα οριζόμενα θα ακολουθεί τη λειτουργία του ταμείου εσαεί.
Με βάση τα παραπάνω εάν η ελληνική οικονομία δεν πάει όσο καλά προβλέπεται από τις σχετικές μελέτες που συνοδεύουν το νομοσχέδιο, το κόστος μετάβασης θα είναι πολλαπλάσιο και δυσβάσταχτο που σημαίνει ότι μπορεί να οδηγηθούμε σε μείωση συντάξεων ή/και σε αύξηση των εισφορών ή/και σε αύξηση της φορολογίας.
γ) Το Υπουργείο Εργασίας ισχυρίζεται ότι οι μελλοντικές επικουρικές συντάξεις θα είναι έως και 68% μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες που χορηγούνται από το υφιστάμενο καθεστώς. Ωστόσο, εγγυάται ως μηνιαία επικουρική σύνταξη μόνο το πόσο που έχει συσσωρευτεί από τις καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές σε πραγματικές τιμές. Δηλαδή εγγυάται συντάξεις ίσες ή/και χαμηλότερες σε σχέση με το υφιστάμενο καθεστώς. Υπό αυτό το πρίσμα τι νόημα έχει η μεταρρύθμιση. Θεωρούμε ότι το Κράτος θα πρέπει να εγγυηθεί και ετήσια απόδοση περίπου 2% επί των καταβληθεισών εισφορών. Διαφορετικά ποιο το κίνητρο για κάποιον ασφαλισμένο να αναλάβει τον επενδυτικό κίνδυνο και να ενταχτεί σε αυτό το καθεστώς ασφάλισης.
Τέλος, φαίνεται πως στις μελέτες που έχουν γίνει δεν έχουν ληφθεί υπόψη τα εξής το υψηλό ποσοστό ευέλικτων μορφών απασχόλησης (μερική, εκ περιτροπής) και το υψηλό ποσοστό ληξιπρόθεσμων εισφορών που οφείλεται στην αδυναμία των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
«Με βάση τα παραπάνω, δεν θεωρούμε ότι η προτεινόμενη αλλαγή είναι αναγκαία στην παρούσα φάση με δεδομένες τις αβεβαιότητες που δημιουργεί η πανδημία. Θα ήταν περισσότερο ορθολογικό να συζητηθεί η αλλαγή αυτή σε κανονικές οικονομικές συνθήκες, δηλαδή μετά την πανδημία, που θα μπορούν να αποτιμηθούν οι επιπτώσεις της και παράλληλα να γίνουν πιο ασφαλείς προβλέψεις για το μέλλον. Και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προηγηθεί εξαντλητικός κοινωνικός διάλογος» τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ.
Στην διαδικτυακή συνεδρίαση συμμετείχε εκπροσωπώντας την ΓΣΕΒΕΕ ο κ. Λεωνίδας Βατικιώτης επιστημονικό στέλεχος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.