Την οριστική απόφαση θα τη λάβει ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης, λαμβάνοντας υπόψη του το τελικό Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης που έχει συντάξει το ΚΕΠΕ σε συνεργασία με ανεξάρτητη αρχή εμπειρογνωμόνων, που ήδη βρίσκεται στο συρτάρι του Υπουργείου Εργασίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων εμφανίζεται επιφυλακτική στην πρόταση, με κάποια από τα μέλη της να προτείνουν πάγωμα του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ και κάποια άλλα μέλη, μικρές αυξήσεις έως και 4%. Το ΚΕΠΕ θεωρεί ότι εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού.
Την τρέχουσα περίοδο, όμως, με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει ενώ η οικονομία ακόμη έχει περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται, εκτιμά ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας. Η πρόταση δεν είναι δεσμευτική. Βάσει του θεσμοθετημένου χρονοδιαγράμματος, οι τελικές αποφάσεις πρέπει να ληφθούν έως το τέλος του μήνα από τον υπουργό Εργασίας, προκειμένου να γίνει η σχετική εισήγηση στο Υπουργικό Συμβούλιο και να υπογραφεί η απαιτούμενη υπουργική απόφαση. Η διαδικασία προβλέπει αρχικά τη σύνταξη υπομνημάτων από τους κοινωνικούς εταίρους, επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς, διαβούλευση και υποβολή των τελικών θέσεων, καθώς και των σχετικών εκθέσεων, στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τη σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης.
Το πόρισμα συντάσσεται σε συνεργασία με επιτροπή αποτελούμενη από 5 ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε θέματα οικονομίας και κυρίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής, καθώς και εργασιακών σχέσεων.
Στην πράξη, κάποια από τα μέλη της Επιτροπής έδωσαν περισσότερη έμφαση στην οικονομική αβεβαιότητα και στο γεγονός ότι το 2020 υπήρξε έτος αποπληθωρισμού και γενικά μεγάλης (αν και παροδικής και όχι συστημικής) ύφεσης. Άλλα μέλη, αντιθέτως, έδωσαν περισσότερη έμφαση στις επίσημες προβλέψεις εθνικών και διεθνών φορέων και οργανισμών, που κάνουν λόγο για μια διαφαινόμενη ραγδαία ανάκαμψη, στη γενική τάση αύξησης του κατώτατου μισθού που εμφανίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη, ακόμη και σε καθεστώς πανδημίας, αλλά και στη -συνολικά- θετική αποτίμηση της αύξησης του 2019. Συνεπώς, ορισμένα μέλη της Επιτροπής προτείνουν, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη διατήρηση αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενώ άλλα μέλη της Επιτροπής προτείνουν αύξησή του σε ποσοστό έως και 4%.ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ
Να σημειωθεί ότι όλο το προηγούμενο διάστημα οι κοινωνικοί εταίροι είχαν υποβάλει υπομνήματα και είχε υπάρξει διαβούλευση, εκθέτοντας τις θέσεις τους για το θέμα.
Η ΓΣΕΒΕΕ τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του κατώτατου μισθού στο ίδιο επίπεδο, ενώ ζήτησε να επιστρέψει η διαδικασία στο συλλογικό επίπεδο διαπραγμάτευσης.
Η ΓΣΕΕ ζήτηση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (+15,4%) και περαιτέρω αύξηση στο 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης εντός 14μήνου, στα 809 ευρώ (+159 ευρώ/μήνα). Παράλληλα επισήμανε ότι πρέπει ο κατώτατος μισθός να προσεγγίσει τον μισθό διαβίωσης, να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, καθώς και να αυξηθεί το ποσοστό των εργαζομένων που εντάσσονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Η ΕΣΕΕ πρότεινε τη διατήρηση του κατώτατου μισθού στο ίδιο επίπεδο και να επιστρέψει η διαδικασία στο συλλογικό επίπεδο διαπραγμάτευσης. Ο ΣΒΕ επίσης ζήτησε τη διατήρησή του στο ίδιο επίπεδο. Η όποια αύξηση του συνόλου των αποδοχών από εργασία πρότεινε να γίνει με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (όχι αυτών που προορίζονται για συντάξεις). Επίσης τάχθηκε υπέρ της φορολογικής ελάφρυνσης όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Ο ΣΕΒ επισήμανε ότι δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Η όποια αύξηση του συνόλου των αποδοχών από εργασία θα πρέπει να γίνει με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (όχι αυτών που προορίζονται για συντάξεις).
Τέλος, ο ΣΕΤΕ ζήτησε επίσης τη διατήρηση του κατώτατου μισθού στο ίδιο επίπεδο. Τάχθηκε όμως υπέρ της πρότασης να ακολουθεί τον μέσο μισθό και να τεθούν κριτήρια για τον καθορισμό των μεταβολών του.