Πρόκειται για στοιχεία που συγκέντρωσε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ «φωτογραφίζοντας» τις συνέπειες της κρίσης στην αγορά εργασίας για το έτος 2020. Ανάλογα στοιχεία για την εξέλιξη των δεικτών της αγοράς εργασίας την περίοδο της υγειονομικής κρίσης, πρόκειται να ανακοινωθούν κατά την παρουσίαση της «ετήσιας έκθεσης του 2021 για την οικονομία και την απασχόληση» του ΙΝΕ ΓΣΕΕ αύριο Παρασκευή.
Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση ο μέσος ακαθάριστος μισθός μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2019 κατατάσσοντας τη χώρα μας στη 14η χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη. Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα, αφού το 2020 παρέμεινε σταθερή στην ίδια θέση με αυτή του 2019. Παρά το γεγονός ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι χαμηλή προς μεσαία, ο καθαρός μέσος μισθός έχει επίσης χαμηλή προς μεσαία αγοραστική δύναμη, ξεπερνώντας τον αντίστοιχο ορισμένων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Πορτογαλίας.
Η εισοδηματική ανισότητα είναι ήδη υψηλή. Ακόμη και προ της πανδημίας παρατηρείται υψηλή συγκέντρωση εργαζομένων στα χαμηλότερα εισοδήματα. Ο μεγαλύτερος αριθμός μισθωτών συγκεντρώνεται στα κλιμάκια 0 έως 500 ευρώ και 701 έως 900 ευρώ.
Με δεδομένο το γεγονός ότι η πλήρης ανάκαμψη της αγοράς εργασίας μπορεί να καθυστερήσει, το ΙΝΕ εκτιμά ότι για την επίτευξη περαιτέρω ανθεκτικής και αποτελεσματικής ανάκαμψης της οικονομίας, καθίστανται απολύτως αναγκαίες παρεμβάσεις που εγγυώνται την ασφάλεια του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων με επιλογές αύξησης του κατώτατου μισθού και του μέσου εισοδήματος αλλά και διασφάλιση και δημιουργία θέσεων εργασίας.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Η Ελλάδα ήταν το κράτος –μέλος της Ε.Ε. με το μεγαλύτερο ποσοστό μισθωτών σε καθεστώς αναστολής της εργασίας τους, περίπου 27% των μισθωτών, κατά το 2020. Συνέπεια αυτού ήταν η απώλεια – μείωση των ωρών εργασίας κατά 12,6%. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας εκτιμά ότι αυτό αντιστοιχεί σε 492.900 θέσεις πλήρους απασχόλησης. Η χώρα με τη μικρότερη ποσοστιαία μείωση ωρών εργασίας ήταν η Φινλανδία (1,3%) και με τη μεγαλύτερη η Ιταλία (13,5%).
Η επιλογή εφαρμογής του μέτρου της επιδότησης των εργαζομένων που βρίσκονται σε αναστολή απασχόλησης βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με τη μείωση των ωρών εργασίας. Δηλαδή η αύξηση των απωλειών ωρών εργασίας, συνδέεται με την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου.
Τον Δεκέμβριο του 2020 το επίσημο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, μετά την Ισπανία, αντιστοιχώντας στο 15,8% του εργατικού δυναμικού, όταν τον ίδιο μήνα του 2019 ήταν ίσο με 6,4%.
Ωστόσο το ΙΝΕ επισημαίνει ότι η τρέχουσα εκτίμηση του ποσοστού ανεργίας δεν αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση της αγοράς εργασίας και τις επιπτώσεις της πανδημίας. Στην εκτίμηση του επίσημου ποσοστού ανεργίας δεν καταγράφονται οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναστολή για πάνω από τρεις μήνες ή που λαμβάνουν εισόδημα μικρότερο του 50% του μισθού τους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στους οικονομικά μη ενεργούς.
Η τρέχουσα κατάσταση της αγοράς εργασίας μπορεί στατιστικά να αποτυπωθεί καλύτερα από τις μεταβολές στον αριθμό των απασχολουμένων και των οικονομικά μη ενεργών. Κατά τη διάρκεια του 2020, η απασχόληση μειώθηκε σημαντικά τον Μάιο (κατά 83.000 άτομα σε σχέση με τον Απρίλιο), ενώ αυξήθηκε επίσης σημαντικά τον Αύγουστο (κατά 93.000 άτομα σε σχέση με τον Ιούλιο). Η μεταβολή των οικονομικά μη ενεργών είχε την αντίθετη κατεύθυνση.
Συνεπώς, οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην απασχόληση, δεν αποτυπώθηκε σε αντίστοιχη μεταβολή του αριθμού των ανέργων, αλλά σε μεταβολή του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών.
Καταλήγοντας το ΙΝΕ θεωρεί επιβεβλημένη τη διατήρηση των μέτρων στήριξης των εργαζομένων – με την αναστολή των συμβάσεων εργασίας – έως ότου οδηγηθούμε στην ομαλή επανέναρξη της οικονομίας. Σε διαφορετική περίπτωση θα καταρρεύσουν πλήρως τα χαμηλά εισοδήματα, και θα εκτιναχθεί η ήδη υψηλή εισοδηματική ανισότητα και η ανεργία, επιφέροντας σημαντικό πλήγμα στην κοινωνική συνοχή.