Όπως αναφέρει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «σχεδόν έναν χρόνο μετά την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης, η ελληνική οικονομία, βαθιά πληγωμένη, βρίσκεται σε μια πειραματική κατάσταση άρσης της αναστολής βασικών δραστηριοτήτων της. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και του Levy Economics Institute, αλλά και πολλών άλλων φορέων και οργανισμών, η ύφεση το 2020 υπολογίζεται πως θα είναι μεγαλύτερη από 10%, ενώ υπάρχει μεγάλη ανησυχία και ως προς την εξέλιξη της ανεργίας στη μετα-Covid εποχή.
Την ίδια στιγμή, σημαντικές εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας, όπως ο αποπληθωρισμός, η μείωση των μισθών και των εισοδημάτων, η μεγάλη κάμψη της απασχόλησης, της κατανάλωσης, των εξαγωγών και των επενδύσεων και η υπερ-διόγκωση του δημόσιου ελλείμματος και χρέους, δημιουργούν προβληματισμό για την πορεία της οικονομίας το 2021, ο οποίος εντείνεται από την αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη της πανδημίας.
Στον αντίποδα, η έναρξη του εμβολιασμού, η επανενεργοποίηση βασικών οικονομικών κλάδων και η προοπτική εισροής των ευρωπαϊκών μεταβιβάσεων και δανείων, δημιουργούν συγκρατημένη αισιοδοξία για την αντιστροφή της ύφεσης και την προοπτική μιας θετικής ανάκαμψης του ΑΕΠ το 2021».
Αναφορικά με τις εξελίξεις στη διάρθρωση της παραγωγής, στο δελτίο οικονομικών εξελίξεων παρουσιάζεται η ποσοστιαία μεταβολή σε επιλεγμένους κλάδους της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και επιλεγμένα κράτη-μέλη της.
Μεταξύ άλλων, παρατίθενται τα εξής:
«Συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, η μεταποίηση στην Ελλάδα παρουσιάζεται πιο ανθεκτική, αφού σημείωσε τη μικρότερη κάμψη τόσο στο β', όσο και στο γ' τρίμηνο. Αυτή η εξέλιξη ενδεχομένως οφείλεται στη μικρότερη έκθεση των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων στο διεθνές εμπόριο, γεγονός που, αν και τις θωρακίζει από εξωτερικές αρνητικές διαταραχές, διατηρεί το εμπορικό ισοζύγιο της οικονομίας σε ελλειμματική θέση. Όπως έχει ήδη σημειωθεί στις εκθέσεις για την ελληνική οικονομία, η μεγαλύτερη διασύνδεση της μεταποίησης με τις εξαγωγές θα καθορίσει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας σε μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Επίσης, στην Ελλάδα, η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας στον ευρύτερο κλάδο του λιανικού και του χονδρικού εμπορίου, των μεταφορών, της εστίασης και της παροχής καταλύματος κατά το β' και το γ' τρίμηνο, είναι η υψηλότερη σε όλη την Ευρωζώνη, (με εξαίρεση τη Μάλτα), ενώ ειδικότερα το γ' τρίμηνο η απόκλιση από τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αυξάνεται σημαντικά, καθώς η πτώση στην Ελλάδα ανέρχεται στο 30%, ενώ η αντίστοιχη στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, στην Αυστρία και στην Πορτογαλία, είναι μικρότερη του 10%. Η εξασθένηση της δραστηριότητας στον συγκεκριμένο κλάδο συνέβαλε στη μεγάλη πτώση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας, δεδομένης της συμμετοχής του στη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας.
Εξίσου σημαντική ήταν και η μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στον κλάδο των επαγγελματικών, των επιστημονικών και των τεχνικών δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, ενώ στη χώρα μας το β' τρίμηνο η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στους συγκεκριμένους κλάδους ήταν περίπου αντίστοιχη με εκείνης της Ευρωζώνης (21% στην Ελλάδα έναντι 18% στην Ευρωζώνη), το γ' τρίμηνο η πτωτική δυναμική στη χώρα μας διατηρείται σχεδόν σταθερή (-19% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019), ενώ στην Ευρωζώνη η υποχώρηση είναι πολύ πιο ήπια. Τέλος, ο κλάδος που υπέστη τη μεγαλύτερη μείωση της δραστηριότητάς του είναι αυτός των τεχνών και της ψυχαγωγίας, με την πτώση σε ετήσια βάση να είναι ίση με 46% το β' τρίμηνο και 16% το γ' τρίμηνο. Σημειώνεται ότι η μείωση το β' και το γ' τρίμηνο στη χώρα μας είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης, γεγονός που υποδεικνύει την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης των προβλημάτων του κλάδου, καθώς οι προοπτικές του παραμένουν αρνητικές και για το μεγαλύτερο μέρος του 2021.
Η επίπτωση της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην απασχόληση αποτυπώνεται σε σχετικό διάγραμμα στο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, το οποίο εμφανίζει την ετήσια μεταβολή των απασχολουμένων, των ανέργων και των οικονομικά μη ενεργών. Μπορεί τον Σεπτέμβριο το ποσοστό ανεργίας να είχε ανακάμψει στο επίπεδο του Ιανουαρίου (16,1%), όμως ο όγκος της απασχόλησης βρίσκεται σταθερά σε χαμηλότερο επίπεδο από τους αντίστοιχους μήνες του 2019. Ειδικότερα, μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου, η απασχόληση κατά μέσο όρο είναι χαμηλότερη κατά 68 χιλιάδες άτομα. Ο αριθμός των ανέργων εμφανίζεται εξίσου μειωμένος, αλλά το μέγεθος αυτό αποκρύπτει τον αριθμό όσων βρίσκονται σε αναστολή εργασίας, οι οποίοι καταγράφονται στους οικονομικά μη ενεργούς. Το τελευταίο αυτό στοιχείο εξηγεί την αύξηση του πλήθους των οικονομικά μη ενεργών σε σχέση τους αντίστοιχους μήνες του 2019.
Το σταθερά μειωμένο επίπεδο απασχόλησης σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του προηγούμενου έτους οφείλεται μεταξύ άλλων και στην αύξηση του χρόνου απασχόλησης. Όπως επισημαίνεται, το γ' τρίμηνο, 3,35 εκατομμύρια άτομα εργάστηκαν παραπάνω ώρες εργασίας από το κανονικό ωράριο, εξ αυτών το 37,1% εργάστηκε περισσότερες από 48 ώρες την εβδομάδα. Συνεπώς, η χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης το γ' τρίμηνο, καθώς και η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με το β' τρίμηνο δεν οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της απασχόλησης, αλλά κυρίως σε αύξηση του χρόνου εργασίας. Οι κλάδοι στους οποίους το φαινόμενο παρουσιάζεται εντονότερο είναι αυτοί της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, του λιανικού και του χονδρικού εμπορίου, της μεταποίησης και της διαχείρισης υδάτινων πόρων, παροχής νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, κ.λπ., με το ποσοστό των ατόμων που εργάστηκαν περισσότερες ώρες να ξεπερνάει το 90%», σύμφωνα με το δελτίο οικονομικών εξελίξεων.