Σύμφωνα με τη νομοθεσία, στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών στις εφορίες, οι οποίες κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής από οποιαδήποτε αιτία ή άλλη ρύθμιση τμηματικής καταβολής βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής. Ωστόσο, μπορούν να ενταχθούν προαιρετικά:
* Οι βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες οφειλές ή δόσεις οφειλών.
* Οι βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, οφειλές που τελούν σε αναστολή πληρωμής.
Σε κάθε περίπτωση, για να ενταχθεί κάποιος στη ρύθμιση, θα πρέπει να έχει υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και τις δηλώσεις του φόρου προστιθέμενης αξίας της τελευταίας πενταετίας έως την ημερομηνία της αίτησης (εμπρόθεσμα ή εκπρόθεσμα), ενώ εάν υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι οποίες δεν υπάγονται στη ρύθμιση, πρέπει να έχουν εξοφληθεί ή τακτοποιηθεί (με άλλη ρύθμιση ή αναστολή πληρωμής).
Σημειώνεται ότι η ρύθμιση χάνεται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
– Δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μιας φοράς.
– Δεν καταβάλει την τυχόν μία εκπρόθεσμη δόση της ρύθμισης με την αναλογούσα προσαύξηση αυτής (15%) μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
– Δεν υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους.