Ινστιτούτου Μικρομεσαίων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ. Αυτά τα δύο σημεία της έρευνας δείχνουν ότι η μικρή επιχειρηματικότητα για να ζήσει θέλει στοχευμένες επιδοτήσεις κι όχι δάνεια που ουσιαστικά βυθίζουν την εύθραυστη παρουσία τους. Όπως αναφέρεται:
* Το 42,5% των επιχειρήσεων έκαναν χρήση του μέτρου της μείωσης του ενοικίου, έναντι του 24,8% που δεν προχώρησε σε σχετική αναπροσαρμογή, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το 31,3% δήλωσε πως δεν έχει ενοίκιο.
* Από τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας σημειώνεται ότι τα υψηλότερα ποσοστά αξιοποίησης του εν λόγω μέτρου καταγράφηκαν στις υπηρεσίες (45,1%) και στο εμπόριο (44,3%). Στη μεταποίηση το ποσοστό ήταν σημαντικά χαμηλότερο (35,3%) που ωστόσο οφείλεται κυρίως στο εύρημα ότι στον κλάδο αυτό αποτυπώθηκε ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων χωρίς ενοίκιο (38,5%) έναντι εκείνων των υπηρεσιών (32,1%) και του εμπορίου (26%).
Η ευρεία αξιοποίηση του μέτρου μείωσης των ενοικίων αποτελεί μια αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς τα μισθώματα αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο του κόστους των επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι τα μέτρα που ελήφθησαν για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων που ανέστειλαν τη λειτουργία τους, δεν συμπεριελάμβαναν σημαντικά στοιχεία των δαπανών τους που συνέχιζαν να υφίστανται παρά το lockdown, ήταν επόμενο η πλειονότητα των επιχειρήσεων να κάνει χρήση του μέτρου. 'Αλλωστε σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας το 73% των επιχειρήσεων που ανέστειλαν πλήρως τη λειτουργία τους και είχαν ενοίκιο προχώρησαν στη μείωσή του. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο είχε αρνητικές προεκτάσεις τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους εκμισθωτές. Από τη μια μεριά, οι επιχειρήσεις διατήρησαν ένα σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών τους ακέραιο παρά το γεγονός πως ένας εξωγενής παράγοντας οδήγησε σε πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ από την άλλη μεριά τα μέτρα που έχουν υιοθετηθεί για την αναπλήρωση της απώλειας των εισοδημάτων των εκμισθωτών εξασφαλίζονται εν μέρει μέσω μελλοντικών φοροελαφρύνσεων. Με αλλά λόγια οι επιχειρήσεις σε συνθήκες μειωμένων ή/και μηδενικών εσόδων χρησιμοποίησαν μέρος των αποθεματικών τους για την κάλυψη δαπανών που συνέχισαν να είναι απαιτητές παρά το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας, μειώνοντας έτσι τη ρευστότητα που ήταν απαραίτητη για την επαναλειτουργία και τη βιωσιμότητά τους.
Από τα μέτρα που ελήφθησαν και στόχευαν στην άμεση ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, η επιστρεπτέα προκαταβολή αποτελεί το μέτρο που από τα στοιχεία της έρευνας φαίνεται πως είχε μεγαλύτερη απήχηση. Συγκεκριμένα, με βάση τα ευρήματα της έρευνας 2 στις 10 (20,1%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έκαναν χρήση της παροχής ρευστότητας μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής. Αντίθετα μόλις 1 στις 10 (9,6%) επιχειρήσεις έκαναν χρήση των δανειοδοτήσεων που χορηγήθηκαν από τις τράπεζες με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Μάλιστα από τα επιμέρους στοιχεία προκύπτει ότι το 40% των επιχειρήσεων που δανειοδοτήθηκαν μέσω τραπεζών εντάχθηκαν και στην επιστρεπτέα προκαταβολή. Συνεκτιμώντας - σύμφωνα με τις εξαμηνιαίες έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ - ότι διαχρονικά οι σχεδόν 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν αναζητούν τραπεζική χρηματοδότηση, ενώ από τις λίγες επιχειρήσεις που απευθύνονται προς τις τράπεζες τελικά μόνο οι μισές χρηματοδοτούνται, φαίνεται πως το πρόβλημα ρευστότητας των επιχειρήσεων δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς. Με εξαίρεση τα 800 ευρώ που δόθηκαν με τη μορφή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού προς τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων φαίνεται πως δεν έχει λάβει κάποια ένεση ρευστότητας ικανής να διασφαλίσει την ομαλή επαναλειτουργία και τη βιωσιμότητά τους για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και να περιορίσει την ένταση της ύφεσης και των επιπτώσεών της στην οικονομία.
Σε κάθε ωστόσο περίπτωση η σημαντικά μεγαλύτερη απήχηση που καταγράφεται για την επιστρεπτέα προκαταβολή έναντι της μέσω τραπεζών χρηματοδότησης αποκαλύπτει την ανάγκη διεύρυνσης των μέτρων που θα χορηγούν ρευστότητα προς τις επιχειρήσεις χωρίς τη μεσολάβηση των τραπεζών, τουλάχιστον για όσο διάστημα θα διαρκέσει η κρίση, όπου η αβεβαιότητα καθιστά τα τραπεζικά επιτόκια και την παροχή εγγυήσεων απαγορευτικές προϋποθέσεις για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων.