Το παραπάνω ερώτημα διατυπώνει, μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος στον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ. Γιάννη Βρούτση.
Στην ερώτησή του ο Θεσσαλός πολιτικός υπογραμμίζει ότι «την πεποίθηση πως υφίστανται αδικίες που πρέπει να διορθωθούν διατυπώνουν συνταξιούχοι του δημοσίου που λαμβάνουν και το αναλογούν μέρος της σύνταξης χηρείας τού ή της εκλιπόντος συζύγου τους, καθώς το ύψος της τελευταίας διαφέρει ανάλογα με την ημερομηνία θανάτου τού ή της συζύγου.
Σύμφωνα με αναφορές τους, για κάθε συνταξιούχο γήρατος του δημοσίου που έχει χάσει τον ή τη σύζυγό του, επίσης συνταξιούχο του δημοσίου, το ποσό της σύνταξης χηρείας που δικαιούται δεν είναι το ανάλογο για όλες τις περιπτώσεις. Αν ο θάνατος επήλθε πριν την ισχύ των διατάξεων του νόμου 4387/2016 λαμβάνουν, επιπλέον της δικής τους σύνταξης, και το 25% της σύνταξης τού ή της συζύγου ως σύνταξη χηρείας ή, εναλλακτικά εάν επιθυμούν, ολόκληρη τη σύνταξη χηρείας και το 25% της δικής τους σύνταξης. Αντιθέτως, όσοι έχουν απωλέσει τον ή τη συνταξιούχο σύζυγό τους μετά την ισχύ των διατάξεων του νόμου 4387/2016, δηλαδή μετά τις 13.05.2016, λαμβάνουν πλέον της δικής τους σύνταξης ως σύνταξη χηρείας, το 70% της σύνταξης του θανόντος για μια τριετία και, μετά το πέρας της, το 50% αυτού.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν, δεδομένου ότι όλοι πλέον ανήκουν σε έναν ενιαίο φορέα ασφάλισης, τον ΕΦΚΑ, θα πρέπει να τυγχάνουν ισότιμης μεταχείρισης. Υπ’ αυτό το πρίσμα θεωρούν ότι οι νομοθετικές ατέλειες, μετά και τις τροποποιήσεις του νόμου 4611/2019, δημιουργούν τον άδικο διαχωρισμό τους σε συνταξιούχους δύο ταχυτήτων: εκείνων που λαμβάνουν πλέον της σύνταξής τους αυξημένες αναλογικά συντάξεις χηρείας και εκείνων που παρέμειναν στο παλαιό καθεστώς με μειώσεις στις συντάξεις χηρείας της τάξης του 75%».