Σήμερα ο νόμος επιτρέπει την υποβολή χωριστών δηλώσεων στους συζύγους μόνο σε τρεις περιπτώσεις:
Αν έχει επέλθει διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή λύση του συμβολαίου συμβίωσης.
Ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
Ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
Όμως, όσοι επιθυμούν να υποβάλλουν χωριστές δηλώσεις θα πρέπει να υποβληθεί σχετική ανέκκλητη δήλωση του ενός εκ των δύο συζύγων ή μερών Συμφώνου Συμβίωσης στην εφορία στην οποία υπάγεται έως τις 28 Φεβρουαρίου.
Μετά την υποβολή της δήλωσης περί χωριστών φορολογικών δηλώσεων στην εφορία, οι φορολογούμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι κατά το έτος υποβολής χωριστής δήλωσης των συζύγων, το εισόδημα των ανήλικων τέκνων προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του.
Αν οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του. Σε περίπτωση που ένας εκ των γονέων έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα αυτού.
Σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων, το ποσό της δαπάνης που μπορεί να εκπέσει για τον προσδιορισμό του προς ανάλωση κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 3.000 ευρώ για κάθε σύζυγο – το καθεστώς της κοινής δήλωσης δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 5.000 ευρώ προκειμένου για συζύγους.
Στη συνέχεια, με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων, ο κάθε σύζυγος θα λάβει το δικό του εκκαθαριστικό, ο κάθε σύζυγος πληρώνει τον φόρο που του αναλογεί και εισπράττει την επιστροφή φόρου που δικαιούται, χωρίς να γίνεται συμψηφισμός της επιστροφής με τυχόν οφειλή του άλλου συζύγου.