Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωση που εξέδωσε η ΠΟΜΙΔΑ, αναφέρει πως με τις ρυθμίσεις συνεχίζεται το απαράδεκτο αφορολόγητο καθεστώς της συχνά τεράστιας αξίας εκτός σχεδίου γης, που για χάρη της θυσιάστηκε και ουσιαστικά καταστράφηκε η αστική ιδιοκτησία μέσω της διπλής φορολόγησής της με κύριο και συμπληρωματικό φόρο, και εισάγεται «επιδοματικού» χαρακτήρα δήθεν «μείωση» του ΕΝΦΙΑ, η οποία έχει τα εξής τρία χαρακτηριστικά:
Δεν είναι δίκαιη, γιατί θα έπρεπε να αφορά όχι μόνον αυτούς για τους οποίους θεσπίζεται, αλλά όλους τους φορολογούμενους του ΕΝΦΙΑ, και συγκεκριμένα δεν θα έπρεπε να εξαιρούνται εκείνοι που σήκωσαν και εξακολουθούν να σηκώνουν το τεράστιο φορολογικό βάρος του ΕΝΦΙΑ.
Δεν είναι αναπτυξιακή, γιατί αν στόχος ήταν η ανάπτυξη θα έπρεπε να προσανατολιστεί στη μείωση, αν όχι την κατάργηση, του συμπληρωματικού φόρου του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, είναι αυτός που αποτρέπει την ανάκαμψη στον οικοδομικό τομέα και την οικονομία γενικότερα.
Δεν είναι πραγματική, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι θα «εξαερωθεί» από τις επικείμενες και προγραμματισμένες δύο αυξήσεις των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων το 2019 και το 2020.
Σημειώνεται ότι με την τροπολογία του Υπουργού Οικονομικών κ. Ευκλ. Τσακαλώτου που κατατέθηκε στο υπό ψήφιση σχέδιο νόμου με τίτλο «Υποχρεώσεις αερομεταφορέων σχετικά με τα αρχεία επιβατών – προσαρμογή της νομοθεσίας στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/681», τροποποιούνται – συμπληρώνονται οι διατάξεις του ν.4223/2013, αναφορικά με την εφαρμογή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.).
Συγκεκριμένα με την τροπολογία αυτή, συνολικού δημοσιονομικού κόστους 260.000.000 ευρώ:
Δεν συνυπολογίζεται και για το έτος 2019 (ίσχυε ειδικά για τα έτη 2016, 2017 και 2018) στη συνολική αξία των δικαιωμάτων επί ακινήτου για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., η αξία των δικαιωμάτων επί γηπέδων εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού.
Ειδικά για το έτος 2019, όταν η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας φυσικού προσώπου ανέρχεται μέχρι του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., που προκύπτει μειώνεται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%). Όταν η συνολική αξία της ως άνω ακίνητης περιουσίας υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, για το υπερβάλλον ποσό αυτής, το ποσό της μείωσης κατά τριάντα τοις εκατό (30%) μειώνεται κατά επτά δέκατα (0,7) του ευρώ ανά χίλια (1.000) ευρώ ακίνητης περιουσίας και δεν μπορεί να υπερβεί τα εκατό (100) ευρώ.