Η ΑΑΔΕ, όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, θα κινηθεί με βάση την απάντηση των νομικών υπηρεσιών της ενώ διευκρινίζεται ότι όπου προβλέπονται παραγραφές υποθέσεων εφαρμόζονται κανονικά από τις φορολογικές αρχές.
Σημειώνεται ότι η νέα απόφαση του ΣτΕ αφορά τη διαγραφή του συγκεκριμένου ποσού ΦΠΑ και προστίμων από επιχείρηση για τη χρήση του 2002 λόγω παραγραφής της υπόθεσης. Ειδικότερα η απόφαση με αριθμό 403 του 2018 αφορά μονοπρόσωπη Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης με αντικείμενο την εμπορία τροφίμων και βιβλία τρίτης κατηγορίας του πρώην Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η επιχείρηση κατά τη χρήση 2002 είχε ακαθάριστα έσοδα 939.007 ευρώ ενώ το 2004 προχώρησε στην υποβολή τροποποιητικής δήλωσης προσαυξάνοντας τα ακαθάριστα έσοδα της στα 1.486.239 ευρώ.
Σε φορολογικό έλεγχο το 2010 ζητήθηκε από την εταιρεία να προσκομίσει τα βιβλία της για τη χρήση του 2002 αλλά δεν το έκανε με αποτέλεσμα αυτά να χαρακτηριστούν ανακριβή και να προσδιοριστούν εξωλογιστικά τα ακαθάριστα έσοδά της σε 1.650.000 ευρώ. Με βάση τον προσδιορισμό αυτόν εξεδόθη πράξη προσδιορισμού πρόσθετου ΦΠΑ ύψους 207.072,87 ευρώ καθώς και προσαυξήσεις ΦΠΑ ύψους 621.218,61 ευρώ λόγω ανακρίβειας της αρχικής δήλωσης ΦΠΑ. Έτσι ο πρόσθετος ΦΠΑ και οι προσαυξήσεις που προσεγγίζουν τις 830.000 ευρώ.
Ο πρόσθετος ΦΠΑ και οι προσαυξήσεις επιβλήθηκαν από τις φορολογικές αρχές βάση παρατάσεων που είχαν δοθεί τότε από το υπουργείο Οικονομικών στον χρόνο παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων πέραν της πενταετίας. Σημειώνεται ότι με απόφαση του ΣτΕ το 2017 είχε κριθεί ως αντισυνταγματική η παράταση του χρόνου παραγραφής πέραν της πενταετίας για τον καταλογισμό πρόσθετων φόρων αλλά η τωρινή απόφαση αφορά συγκεκριμένα τον καταλογισμό πρόσθετου ΦΠΑ.