Με άλλα λόγια, σημειώνει, η αναγκαία δημοσιονομική πειθαρχία με το συγκεκριμένο μείγμα φόρων και δαπανών περιορίζει τις επιλογές της χώρας να αντιμετωπίσει με τις κατάλληλες αναπτυξιακές πολιτικές τις προκλήσεις της μεγάλης αποεπένδυσης και της γήρανσης του πληθυσμού.
Ήδη έχουμε υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και σε φόρους και σε εισφορές, από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα συνολικά μας έσοδα να είναι κατά 4 π.μ. περίπου υψηλότερα. Αν και μαζεύουμε περισσότερα έσοδα, γιατί έχουμε να πληρώσουμε 1,2 π.μ. παραπάνω σε τόκους, 3,5 π.μ. παραπάνω σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές σε χρήμα, και 2 π.μ. παραπάνω σε μισθούς, ξοδεύουμε πολύ λιγότερα (5 π.μ. λιγότερα) απ’ ό,τι η μέση ευρωπαϊκή χώρα, σε μη μισθολογικές δαπάνες για την παροχή των δημοσίων αγαθών παιδείας, υγείας, άμυνας, τάξης και ασφάλειας, δικαστήρια, εφορίες, τελωνεία, συντήρηση γεφυρών, δρόμων, λεωφορείων, κ.ο.κ.
Η Ελλάδα σήμερα επιβάλλει φόρους «Σκανδιναβίας» χωρίς όμως να προσφέρει και αντίστοιχες υπηρεσίες. Η δημόσια παραδοχή δε του Υπουργείου Οικονομικών σε πρόσφατη σχετική έκθεσή του ότι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα ανέρχεται σε ~35 δισ. ευρώ (!) κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη εξορθολογισμού των φόρων και εντατικοποίησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Μεσοπρόθεσμα, εκτιμά ο ΣΕΒ, είναι εφικτή μια μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 2 έως 2,5 π.μ. του ΑΕΠ, στο πλαίσιο συνδυασμένων δράσεων που αφορούν όχι μόνο στην μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά και την ενίσχυση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, τη διατήρηση καλού οικονομικού κλίματος και της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης σε υψηλό επίπεδο, την αποτελεσματική πάταξη της φοροδιαφυγής, και, τέλος, τη μείωση των δαπανών λειτουργίας του κράτους μέσω αύξησης της παραγωγικότητας μεσοπρόθεσμα.