της εξαντλητικής φορολόγησης, και του υψηλού κόστους ενέργειας, ο ΣΒΘΚΕ κατέθεσε 3 πολύ συγκεκριμένες και στοχευμένες προτάσεις μέτρων, ως ένα πρώτο βήμα στήριξης της παραγωγικής βάσης της χώρας, της Βιομηχανίας, θεωρώντας ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη μείωση αυτών των υπέρογκου κόστους επιβαρύνσεων, επισημαίνοντας την πιεστική ανάγκη για την λήψη μέτρων αποκατάστασης των ανταγωνιστικών όρων λειτουργίας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα:
Α. ΕΜΜΕΣΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ
Διαχρονικά οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις απέτυχαν να διασφαλίσουν την αποτελεσματική σύνδεση του συστήματος εισφορών – παροχών, συντήρησαν και επαύξησαν σε σημαντικό βαθμό την ανισόρροπη σχέση, καθώς η αύξηση των παροχών επήλθε με ταχύτερους ρυθμούς, έναντι των εσόδων. Η διατήρηση της ανισόρροπης αναλογίας στη σχέση εισφορών – παροχών διαρκώς διευρύνεται, επιφέρει πρόσθετες επιβαρύνσεις στο έμμεσο μισθολογικό κόστος, το οποίο, σε ένα μεγάλο ποσοστό, χρηματοδότησε και εξακολουθεί να χρηματοδοτεί την κοινωνική προστασία, επιβαρύνοντας, ωστόσο, υπέρμετρα το κόστος παραγωγής. Παράλληλα, οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, επιδρούν ευθέως αρνητικά και στο εισόδημα των εργαζομένων, καθώς συνδυαζόμενες με το αυξημένο όριο του αφορολόγητου των εισοδημάτων, οδηγούν σε δραστική μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, καθώς συνιστά υπερφορολόγηση της εργασίας. Αποτελεί δε σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει στην ενίσχυση της αδήλωτης, ανασφάλιστης ή της μερικώς δηλωνόμενης και υποασφαλιζόμενης εργασίας, κυρίως σε επαγγελματικές δραστηριότητες που αντιμετωπίζουν την πιεστική ανάγκη επιβίωσή τους και σε πολλές περιπτώσεις συνιστούν και στρέβλωση του ανταγωνισμού.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
* Δραστικός περιορισμός της ασφαλιστικής επιβάρυνσης μέσω της ελάττωσης του μη μισθολογικού κόστους
* Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για την μεταποιητική – βιομηχανική δραστηριότητα στο 50% του σημερινού ύψους αυτών.
Β. ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΙΣ
Η υπερβολική φορολόγηση δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα στα δημόσια έσοδα. Λειτούργησε αναποτελεσματικά, καθώς οι υψηλοί συντελεστές φορολόγησης, επιβάρυναν την παραγωγική βάση και συνέβαλαν στη μειωμένη εισπραξιμότητα, λόγω της συρρίκνωσης της φορολογητέας ύλης. Οι συνεχείς αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, η επιβολή ειδικών φόρων, η πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων και οι σύνθετες και απαιτητικές διαδικασίες του φορολογικού συστήματος το έχουν καταστήσει μη αποδοτικό. Η ύπαρξη ενός σταθερού, δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού περιβάλλοντος, η πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για την αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς αλλά και της αύξησης των δημοσίων εσόδων, κατά τρόπο βιώσιμο και καθοριστικά επιτυχημένο. Η εκλογίκευση του φορολογικού συστήματος, η εξισορρόπηση του φορολογικού κόστους και η υιοθέτηση αποδοτικών φορολογικών πρακτικών, εντάσσεται σε εκείνες τις στρατηγικές που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων και την επενδυτική επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
* Μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μη διανεμόμενων κερδών στο επίπεδο του 10%
* Απαλλαγή των βιομηχανικών και βιοτεχνικών ακινήτων από τον ΕΝΦΙΑ.
Γ. ΚΟΣΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Το υψηλό κόστος ρεύματος έχει πλήξει καίρια και ευθέως, την ανταγωνιστικότητα του παραγωγικότερου τμήματος της ελληνικής οικονομίας, της Βιομηχανίας. Σε μια, παρατεταμένης διάρκειας, χρονική περίοδο που οι παραγωγικές μεταποιητικές – βιομηχανικές επιχειρήσεις, καταβάλλουν συνεχείς και εξαντλητικές προσπάθειες για την διατήρηση της ανταγωνιστικής τους θέσης στις διεθνείς αγορές, το υψηλό ενεργειακό κόστος εξακολουθεί να αποτελεί ένα πρόσθετο μεγάλο και εξαντλητικό οικονομικό βάρος, δεδομένου ότι το ενεργειακό κόστος συντελεί, κυμαινόμενο, από 30%-50% στην αύξηση του κόστους παραγωγής. Είναι υπέρμετρη πλέον η επιβάρυνση την οποία υφίσταται το κόστος παραγωγής των βιομηχανικών προϊόντων εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους, όταν οι βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν προ πολλού εξαντλήσει κάθε περιθώριο περαιτέρω περιορισμού των κέντρων κόστους τους.Η υψηλή αυτή επιβάρυνση, αφορά κατά βάση τις βιομηχανικές επιχειρήσεις – καταναλωτές της Μέσης Τάσης, με ετήσια κατανάλωση άνω των 10 GWh, κατηγορία, στην οποία εντάσσονται ηλεκτροδοτούμενες, οι περισσότερες βιομηχανικές μονάδες.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
* Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για τις βιομηχανικές – μεταποιητικές επιχειρήσεις με ετήσια κατανάλωση άνω των 10 GWh ανά παροχή στα 0,5€/ MWh.
* Μείωση του υπολογισμού των χρεώσεων για τα δίκτυα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος κατά 50% για τις βιομηχανικές – μεταποιητικές επιχειρήσεις με ετήσια κατανάλωση άνω των 10 GWh.