Η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή θέση και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο μιας βαριάς οικονομικής επιπλοκής που μπορεί να έχει ιστορικές συνέπειες στην Ευρωπαϊκή της πορεία επισημαίνει σε έκτακτη παρέμβασή του ο προέδρου των Ομάδων Διαλόγου Ενεργών Πολιτών και πρώην πρόεδρος του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου Ελλάδος κ. Γιάννος Γραμματίδης
"Η χώρα, τονιζει, οι πολίτες και η κοινωνία ταλαιπωρούνται εδώ και εννιά μήνες από τι παλινωδίες, τους τακτικισμούς και την παντελή έλλειψη κατεύθυνσης κι ευθύνης του πολιτικού προσωπικού που οδήγησαν στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές και στην ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ με τη στήριξη των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Η νέα κυβέρνηση διεκδίκησε την εξουσία κι εκλέχτηκε με την προβολή ενός προγράμματος που θα επέφερε δραστική αλλαγή των συμφωνηθέντων με τους δανειστές της χώρας προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας. Εκλέχτηκε, τέλος, για να φέρει την ελπίδα στους ταλαιπωρημένους πολίτες. Ήδη σήμερα, έξι μήνες μετά, αποδείχτηκε περίτρανα ότι το κυβερνόν κόμμα, οδηγούμενο από έναν άπειρο ηγέτη, ενσυνείδητα παρουσίασε ένα προεκλογικό πρόγραμμα φτιαγμένο ειδικά για να παραπλανήσει τον ελληνικό λαό κι έτσι να αναρριχηθεί στην εξουσία. Με στελέχη στερούμενα κυβερνητικής εμπειρίας, με ιδεοληψίες και παντελή έλλειψη έστω και στοιχειώδους σχεδιασμού, αναστάτωσε χωρίς λόγο τον κρατικό μηχανισμό που ήδη υπολειτουργεί, παρέσυρε την πραγματική οικονομία σε ακόμα οδυνηρότερες συνθήκες, επέτεινε την έλλειψη ρευστότητας του κράτους και της οικονομίας, ζημίωσε καίρια την αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια της χώρας, την στέρησε από παραδοσιακούς φίλους και συμμάχους και ήδη, ταπεινωμένο κι ανακόλουθο, την οδηγεί στην μεγαλύτερη μεταπολιτευτική οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που θα σημαδέψει το μέλλον της. Τέλος, έθεσε τεχνηέντως στους πολίτες το δίλημμα «συμφωνία ή ρήξη» που από μόνο του είναι ψευδές αφού περιορίζει τη συμφωνία στο περιεχόμενο της λανθασμένης από κάθε άποψη κυβερνητικής πρότασης προς τους θεσμούς.
Παραπλάνησε ακόμα μια φορά τον ελληνικό λαό ότι η δική τους πρόταση είναι η μόνη που μπορεί να αποτελεί βάση συμφωνίας κι αποκρύπτοντας ότι υπάρχουν κι άλλες πιο ολοκληρωμένες κι αξιόπιστες προτάσεις, ικανές να οδηγήσουν σε μια οριστική λύση του ελληνικού οικονομικού προβλήματος. Η κυβερνητική πρόταση αποτελεί βαρύτατο πλήγμα στην πραγματική οικονομία που βαθαίνει την ύφεση κι οδηγεί σε απόγνωση επιχειρήσεις κι εργαζόμενους. Οδηγεί, ακόμα, σε δοκιμασία τους συνταξιούχους, αγνοεί χαρακτηριστικά τους ανέργους, θέτει σε κίνδυνο την άμυνα της χώρας και κλείνει το δρόμο σε κάθε μορφής επενδυτική δραστηριότητα. Η σημερινή κυβέρνηση απέτυχε πριν ακόμα αρχίσει να κυβερνά, έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης κι αποτελεί μέγιστο εθνικό κίνδυνο. Με βάση αυτά τα δεδομένα ας αναρωτηθεί κάθε πολίτης εάν επιθυμεί μια τέτοια συμφωνία, χωρίς να βάζει σαν δεδομένο ότι εάν αυτή δεν επιτευχθεί θα σημαίνει ρήξη. Ας αναρωτηθεί, ακόμα, ο πολίτης ποιές θέσεις υποστηρίζουν σήμερα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης (με την εξαίρεση του ΚΚΕ που διατηρεί σταθερά τις πάγιες θέσεις του) σε σχέση με την κυβερνητική πρόταση, την οποία υποστηρίζουν επιτείνοντας σκόπιμα το δίλημμα «συμφωνία ή ρήξη» με μόνο σκοπό την πολιτική τους επιβίωση. Αυτές τις κρίσιμες ώρες, οι Ομάδες Διαλόγου Ενεργών Πολιτών διαβεβαιώνουν τους Έλληνες πολίτες ότι υπάρχουν κι άλλες ολοκληρωμένες προτάσεις συμφωνίας που συνδυάζουν την ανάπτυξη, τη δημοσιονομική πειθαρχία και την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας και είναι από καιρό σε γνώση της κυβέρνησης. Προτάσεις που μπορούν να τύχουν της αποδοχής των θεσμών. Η Ελλάδα μπορεί ακόμα να σωθεί και για να συμβεί αυτό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να αναλάβει την ιστορική πρωτοβουλία να συγκαλέσει άμεσα συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών με σκοπό τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό την ηγεσία προσωπικότητας που να απολαμβάνει της γενικότερης εκτίμησης του ελληνικού λαού και της διεθνούς κοινότητας και με τη συμμετοχή τεχνοκρατών που θα αναλάβουν το έργο της συνέχισης των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς. Είναι καιρός το πολιτικό προσωπικό να εγκαταλείψει το επίπεδο της «ιδεολογίας της καρέκλας» και των στενών του κομματικών συμφερόντων και να θέσει για πρώτη φορά σε άμεση προτεραιότητα την προάσπιση του εθνικού συμφέροντος.