«Τα χρόνια της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, παράλληλα με τις μειώσεις μισθών, την κατάργηση των ΣΣΕ και εργασιακών δικαιωμάτων, αυξήθηκε η εντατικοποίηση της δουλειάς, η χρησιμοποίηση ανειδίκευτων εργατών σε ειδικευμένες θέσεις, προκειμένου να αποκομίζουν οι εργοδότες μεγαλύτερα κέρδη, που αποτελεί πάγια επιδίωξή τους.
Η απουσία μέτρων προστασίας μεγάλωσε αυτά τα χρόνια και επομένως τα εργατικά ατυχήματα, που αρκετά απ’ αυτά ήταν θανατηφόρα. Επίσης έχουμε αύξηση των επαγγελματικών ασθενειών, που πολλές όμως δεν καταγράφονται ως τέτοιες (καρκίνος, μυοσκελετικές παθήσεις, βαρηκοΐα, δερματίτιδα, παθήσεις πνευμόνων, εργασιακό στρες κ.ά.)».
Παράλληλα, η ανακοίνωση κάνει λόγο για 2.000 εργαζόμενους που έχασαν τη ζωή τους στον χώρο εργασίας από θανατηφόρο εργατικό ατύχημα. «Εκατοντάδες εργαζόμενοι πεθαίνουν κάθε χρόνο από επαγγελματικές ασθένειες, ωστόσο αυτά τα περιστατικά καταγράφονται ως “κοινή νόσος”, ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ετοιμάζεται να βάλει και νέους φραγμούς για την αναγνώριση των επαγγελματικών ασθενειών.
Πίσω από τις μεγάλες ελλείψεις μέτρων προστασίας στους χώρους δουλειάς, βρίσκεται ο στόχος του κεφαλαίου να αυξήσει το ποσοστό κέρδους του. Οι αναδιαρθρώσεις στις εργασιακές σχέσεις και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνουν τα εργατικά ατυχήματα και οδηγούν σε πρόωρη φθορά της υγείας και επαγγελματικές ασθένειες.
Με την ψήφιση του πρόσφατου νόμου 4512/2018 μπαίνει στο στόχαστρο το ανθυγιεινό επίδομα των δημοσίων υπαλλήλων και στην πράξη η διαδικασία και η μεθοδολογία σε εφαρμογή αυτού του νόμου θα αξιοποιηθεί για να συνεχιστεί η επίθεση συνολικά στον θεσμό των ΒΑΕ.
Η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεχίζει στην ίδια ρότα της πολιτικής και των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ, ΠΑΣΟΚ στα θέματα υγείας και ασφάλειας. Οι νέοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους στον χώρο δουλειάς, όπως δείχνουν και τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, όπου φαίνεται έως και 40% μεγαλύτερη συχνότητα εργατικών ατυχημάτων για νέους μεταξύ 18-24 από αυτή για το σύνολο των εργαζομένων».
Το ΕΚΝΛ καλεί τους εργαζόμενους να μην συμβιβάζονται με αυτή την κατάσταση. «Να επιλέξουν τον δρόμο της σύγκρουσης με αυτή την πολιτική που θυσιάζει το σύνολο των δικαιωμάτων μας στον βωμό της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Να παλέψει για ασφαλείς συνθήκες εργασίας, για την προστασία της υγείας και της ασφαλείας», αναφέρει μεταξύ άλλων.