«Ουδείς μπορεί να επιβιώσει και να επιχειρήσει στην Ελλάδα, όταν οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές φτάνουν στο 70% των κερδών του, από τη στιγμή, μάλιστα, που οι παροχές προς τον ασφαλισμένο δεν είναι ανταποδοτικές των εισφορών που καταβάλλει. Άλλωστε, το διάστημα κατά το οποίο εφαρμόζεται το συγκεκριμένο μέτρο, έχουν καταγραφεί προβλήματα, τα οποία -δυστυχώς- έχουν επαληθεύσει τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις μας:
* Η σημαντική μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών για το 2016 είναι απόρροια και του γεγονότος ότι οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται ως ποσοστό επί των καθαρών κερδών των υπόχρεων. Έτσι, η παραοικονομία έχει διογκωθεί, αφού καταγράφονται φαινόμενα αύξησης της συναλλαγής με τους πελάτες τους κάτω από το τραπέζι.
* Επιπλέον, αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός των ελεύθερων επαγγελματιών που έχουν αναγκαστεί να διακόψουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα, από τη στιγμή που ψηφίστηκε ο Νόμος Κατρούγκαλου. Τέλος, ενισχύθηκε το αίσθημα της αδικίας για τους συνεπείς ελεύθερους επαγγελματίες, που δηλώνουν όλα τους τα εισοδήματα.
Η λύση είναι αυτή που είχαμε επισημάνει εξαρχής και είναι μονόδρομος: Η δραστική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που καλούνται να πληρώσουν κάθε μήνα οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Σε καμία περίπτωση, οι εισφορές και οι φόροι δεν πρέπει να ξεπερνούν το 50% του καθαρού εισοδήματος του ελεύθερου επαγγελματία, ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Η πρότασή μας για το σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος, όπως αυτή έχει καταρτιστεί από ειδική επιστημονική επιτροπή, προβλέπει, μεταξύ άλλων:
• Τρία Ταμεία Κύριας Ασφάλισης: Μισθωτών, Ελεύθερων Επαγγελματιών και Αγροτών καθώς και ένα ταμείο επικούρησης και εφάπαξ με δύο αυτοτελείς κλάδους.
• Έναν μεικτό τρόπο υπολογισμού των εισφορών, που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τα χρόνια ασφάλισης, ούτε μόνο το εισόδημα, αλλά και τις δύο αυτές παραμέτρους.
• Το σύνολο των φόρων και εισφορών που καταβάλλει ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν θα πρέπει να ξεπερνά ένα συγκεκριμένο ποσοστό του καθαρού εισοδήματός του (50%), το οποίο του διασφαλίζει την αποπληρωμή και των υπόλοιπων υποχρεώσεών του (π.χ. δάνεια), τη βιωσιμότητα της δραστηριότητάς του, αλλά και την κάλυψη τουλάχιστον του ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης.
• Τον διανεμητικό χαρακτήρα, που πρέπει να έχει το ασφαλιστικό σύστημα, με διευρυμένα χαρακτηριστικά διαγενεακής και κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως ισχύει στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
• Τη μακροχρόνια βιωσιμότητά του, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την άμεση εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κοινωνικοί φορείς, επιμελητήρια κ.λπ.), η οποία θα ποσοτικοποιεί πλήρως τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και θα οδηγεί σε εύρεση της βέλτιστης επιλογής.
• Τη διατήρηση των ποσοστών αναπλήρωσης σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην υφίστανται τόσο οι νέοι όσο και οι παλαιοί εργαζόμενοι σημαντική μείωση του βιοτικού τους επιπέδου εξερχόμενοι από την αγορά εργασίας και εισερχόμενοι στον συνταξιοδοτικό βίο. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να διαδραματίσουν τα συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά συστήματα (π.χ. επαγγελματικά ταμεία) και η πρόβλεψη για επαρκείς δυνατότητες θεμελίωσης συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και παροχών».