Η εγκύκλιος προβλέπει την αναδρομική χορήγηση αυτοτελούς του νέου κατώτατου ορίου σύνταξης λόγω θανάτου (384 ευρώ για 20 έτη ασφάλισης, μειούμενου κατά 1,25% για κάθε έτος λιγότερο μέχρι τα 360 ευρώ για 15 έτη) τόσο στον επιζώντα ή /και στον διαζευγμένο σύζυγο όσο και στα δικαιοδόχα τέκνα.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο και το σχετικό νόμο 4499/2017, οι βελτιωτικές παρεμβάσεις στο καθεστώς χορήγησης και στα κατώτατα ποσά των συντάξεων, εφαρμόζονται για δικαιούχους σύνταξης λόγω θανάτου ο οποίος έχει επέλθει από τις 13/05/2016 και εφεξής.
Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του ν.4387/206 για 20 χρόνια ασφάλισης δηλαδή το ποσό των 384,00 €.
Εάν ο θανών είχε λιγότερα από 20 χρόνια ασφάλισης , το ποσό των 384,00 € μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που υπολείπεται των 20 ετών και μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης . Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντα είναι μικρότερος των 15 ετών χορηγείται ως κατώτατο ποσό τα 360 € που αντιστοιχεί στα 15 χρόνια ασφάλισης. Συνεπώς το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης διαμορφώνεται ως εξής:
- Μέχρι και 15 έτη ασφάλισης: 360 ευρώ
- Για 16 έτη ασφάλισης: 364,80 ευρώ
- Για 17 έτη ασφάλισης: 369,60 ευρώ
- Για 18 έτη ασφάλισης: 374,40 ευρώ
- Για 19 έτη ασφάλισης: 379,20 ευρώ
- Για 20 έτη ασφάλισης και άνω: 384,00 ευρώ
Για να εξευρεθεί ο χρόνος ασφάλισης από τον οποίο και συναρτάται το κατώτατο ποσό λαμβάνεται υπόψη μόνο κάθε πλήρες έτος ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ο θανών.
Εάν για παράδειγμα ο θανών είχε 17 έτη και 4 μήνες ασφάλισης , ως κατώτατο όριο χορηγείται το ποσό που αντιστοιχεί στα 17 έτη ασφάλισης (369,60 €)
Επίσης, όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο:
Ο επιζών σύζυγος συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη θανάτου για όσο χρονικό διάστημα δικαιούται και το τέκνο σύνταξη θανάτου.
Στον κύκλο δικαιοδόχων σύνταξης θανάτου τέκνων συμπεριλαμβάνονται και τα τέκνα στα οποία είχε διακοπεί η συνταξιοδοτική προστασία λόγω συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας και τα οποία εισήχθησαν σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή ή ενεγράφησαν σε ΙΕΚ μεταγενέστερα του θανάτου του γονέα και της συμπλήρωσης του ανωτέρω ορίου ηλικίας. Τα ανωτέρω τέκνα δικαιούνται από την εγγραφή τους σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή ή ΙΕΚ σύνταξη λόγω θανάτου, η οποία καταβάλλεται μέχρι το πέρας των σπουδών τους με ανώτερη καταληκτική ημερομηνία εκείνη της συμπλήρωσης του 24ου έτους της ηλικίας( εφόσον οι σπουδές δεν έχουν ολοκληρωθεί πριν από το ανωτέρω όριο ηλικίας).
Στους δικαιούχους της σύνταξης θανάτου συμπεριλαμβάνονται τα τέκνα τα οποία απώλεσαν το γονέα τους κατά τη διάρκεια του έτους προετοιμασίας για την εισαγωγή στην ανώτερη ή ανώτατη σχολή, ανεξαρτήτως της επιτυχούς ή μη έκβασης των εξετάσεων. Διευκρινίζεται ότι τούτο ισχύει και για τα επόμενα της Γ’ Λυκείου έτη κατά τα οποία το τέκνο συμμετέχει, επιτυχώς ή μη, στις εξετάσεις εισαγωγής σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή. Προϋπόθεση επομένως για τη λήψη της σύνταξης είναι να επέλθει ο θάνατος μέσα στο έτος προετοιμασίας για πανελλήνιες εξετάσεις. Η προετοιμασία για τις εξετάσεις πιστοποιείται από τη συμμετοχή σε αυτές και χορηγείται σύνταξη θανάτου και μετά τη συμπλήρωση του 18ου και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
Αυτοτελές κατώτατο όριο χορηγείται στο καθένα τέκνο που έχει χάσει και τους δυο γονείς του εφόσον δεν λαμβάνει σύνταξη από τον άλλο γονέα. Από τη χορήγηση του κατώτατου ορίου των κοινοποιούμενων διατάξεων στον επιζώντα ή /και διαζευγμένο σύζυγο και στα δικαιοδόχα τέκνα εξαιρούνται οι δικαιοδόχοι σύνταξης θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας - περίπτωση όπου εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις.
Σε περίπτωση που υπάρχουν δύο δικαιοδόχα τέκνα και ένα δικαιοδόχο τέκνο, ορφανό και από τους δύο γονείς, τότε στα δύο δικαιοδόχα τέκνα επιμερίζεται ένα κατώτατο όριο λόγω θανάτου και στο ορφανό και από δύο γονείς τέκνο επίσης ένα κατώτατο όριο λόγω θανάτου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η χορήγηση αυτοτελούς κατωτάτου ποσού σύνταξης θανάτου στο ορφανό τέκνο και από τους δύο γονείς τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαμβάνει ή δεν δικαιούται σύνταξη από τον άλλο γονέα. Εξυπακούεται ότι το ποσό του χορηγούμενου κατώτατου ορίου είναι ανάλογο με το χρόνο ασφάλισης του θανόντα. Σε περίπτωση ύπαρξης 2 τέκνων ορφανών και από τους δύο γονείς χορηγείται σε καθένα από αυτά σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου , αυτοτελές κατώτατο ποσό ανάλογο με τα έτη ασφάλισης του θανόντα γονέα.