Η φορολογική πολιτική καθώς και οι αλλαγές στο Ασφαλιστικό και στις εισφορές που καλούνται να πληρώσουν επαγγελματίες, αγρότες και άλλες κατηγορίες πολιτών οδηγούν μια μεγάλη μάζα του πληθυσμού στη φτωχοποίηση, αλλά και στην εξαφάνιση της μεσαίας τάξης.
Από τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί και παρουσιάζει «Το Βήμα» προκύπτουν αρκετά ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως, για παράδειγμα, ότι κάποιον δεν τον συμφέρει να δουλεύει και να πληρώνει στο κράτος πάνω από το 50% από εκείνα που βγάζει - και αυτό συμβαίνει έντονα σε ετήσια εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ.
Για παράδειγμα, επαγγελματίας με ετήσιο δηλωθέν εισόδημα 50.000 ευρώ επιβαρύνεται με ασφαλιστικές εισφορές 26,9% συν 120 ευρώ υπέρ ΟΑΕΔ, σύνολο 13.595 ευρώ. Σε αυτό το ποσό θα προστεθεί ο συνολικός φόρος που ανέρχεται σε 11.412 ευρώ (περιλαμβάνεται φόρος κλίμακας 9.670 ευρώ, τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ και εισφορά αλληλεγγύης 1.092 ευρώ). Το άθροισμα αυτών των δύο επιβαρύνσεων ανέρχεται στο ποσό των 25.007 ευρώ, όσο το 50% των εισοδημάτων του. Στην τσέπη του μηνιαίως του μένουν καθαρά 2.083 ευρώ καθαρά για να καλύψει τις ανάγκες της τρίτεκνης οικογένειάς του και να πληρώσει και όλες τις άλλες υποχρεώσεις που έχει.
Στους μεγάλους χαμένους της μεσαίας τάξης συγκαταλέγονται και οι μισθωτοί οι οποίοι επιχειρούν να συμπληρώσουν το εισόδημά τους με μια παράλληλη απασχόληση και αμείβονται με μπλοκάκι. Στα επίπεδα των 40.000 ευρώ, η επιβάρυνση είναι απαγορευτική. Το 2015, μισθωτός με παράλληλη απασχόληση και συνολικές αποδοχές 40.000 ευρώ κάλυπτε φόρο εισοδήματος, τέλος επιτηδεύματος, εισφορά αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ, τέλη κυκλοφορίας και φόρο πολυτελούς διαβίωσης με περίπου το ένα τέταρτο του εισοδήματός του. Από τα 40.000 ευρώ του έμεναν 29.402 ευρώ τον χρόνο ή 2.450 ευρώ τον μήνα. Δύο χρόνια αργότερα πληρώνει σε φόρους και εισφορές το ένα τρίτο του εισοδήματός του (34,4%) και το μηνιάτικο, εφόσον παραμένει έντιμος και συνεπής, έχει μειωθεί κατά 263 ευρώ. Η επιβάρυνση σε σχέση με το 2015 έχει αυξηθεί κατά 3.164 ευρώ.