Σύμφωνα με την απόφαση, οι τηλεφωνικές κλήσεις συνοδεύονταν κατά παράβαση των κανόνων της δεοντολογίας από άσκηση ψυχολογικής βίας, καθόσον την αναστάτωναν σε τέτοιο βαθμό που επέτειναν την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας της. Συγκεκριμένα, οι τηλεφωνικές οχλήσεις δεν ήταν 18 σε διάστημα εννέα μηνών, αλλά οι 15 εξ αυτών έλαβαν χώρα σε διάστημα 1,5 περίπου μηνός, γεγονός που φανερώνει τη συχνότητα αυτών, ενώ ορισμένες φορές προκύπτει ότι υπερέβαιναν τη μία την ημέρα.
Το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ θα πρέπει να καταβληθεί από το τραπεζικό ίδρυμα, καθώς η διαβίβαση των προσωπικών της δεδομένων από την τράπεζα προς την εισπρακτική εταιρία έγινε χωρίς την ειδική συναίνεση και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση κατά τον τρόπο που απαιτεί ο νόμος 2472/1997.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι «η τράπεζα δεν απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση ούτε πριν, αλλά ούτε και μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν τη διαβίβασή τους στην εισπρακτική τράπεζα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο αναφέροντας την ταυτότητα του εκπροσώπου της».
Στο πλαίσιο αυτό, «η ενάγουσα (σ.σ. δανειολήπτρια) ουδέποτε έλαβε πραγματική γνώση ότι τα προσωπικά της δεδομένα θα διαβιβαστούν στη συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, ούτε τους λοιπούς αποδέκτες, αν και έπρεπε να το γνωρίζει».