Στην απόφαση του ΣτΕ σημειώνεται ότι η επιβολή των επίμαχων προστίμων έχει «υπαγορευθεί από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, η οποία αφενός, μεν, παραβιάζει τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων, με συνέπεια να μεταπίπτει η εργασία από κοινωνικό λειτούργημα σε αντικείμενο εμπορίας, αφετέρου, δε, στερεί από τα ασφαλιστικά ταμεία σημαντικά έσοδα, με συνέπεια την αποδυνάμωση του ασφαλιστικού συστήματος, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα».
Κατά συνέπεια, τα επίμαχα πρόστιμα δεν μπορεί να θεωρηθούν ως προδήλως δυσανάλογα για την επίτευξη του σκοπού του δημοσίου συμφέροντος, «ενόψει της σπουδαιότητος του διακυβευόμενου αγαθού της καταπολέμησης του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, με τις σοβαρότατες για τους εργαζόμενους, το ασφαλιστικό σύστημα και τα δημόσια έσοδα, δυσμενείς συνέπειες».
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τον νόμο 2874/2000, οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση να αναρτούν σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας πίνακα των απασχολούμενων σε αυτούς μισθωτών, με πλήρες περιεχόμενο των στοιχείων τους (ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα και μητέρας, οικογενειακή κατάσταση, ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης, κ.λπ.).
Oπως τονίζει η εν λόγω υπουργική απόφαση, για κάθε αδήλωτο υπάλληλο ηλικίας άνω των 25 ετών, ο οποίος λαμβάνει μηνιαίο μισθό 568,08 ευρώ, προβλέπεται επιβολή προστίμου σε βάρος του εργοδότη ύψους 10.549,44 ευρώ (568,08Χ18 μήνες εργασίας), ενώ για κάθε αδήλωτο υπάλληλο ηλικίας κάτω των 25 ετών, ο οποίος λαμβάνει μισθό 510,95 ευρώ, το πρόστιμο ανέρχεται σε 9.197,10 ευρώ (510,95Χ18 μήνες εργασίας). Οι μισθοί είναι οι κατώτεροι που καθορίστηκαν με τον νόμο 4093/2012. (ΑΠΕ-ΜΠΕ)