Μιλώντας από το βήμα εκδήλωσης του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ)
με θέμα: «Προς ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο με ονομασία προέλευσης» ο Γ.Στουρνάρας τόνισε ότι «η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς στην απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, στην εξάλειψη των περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη και είναι κομβικής σημασίας για την αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα εξωστρεφές πρότυπο διατηρήσιμης ανάπτυξης».
Η παρούσα συγκυρία, συνέχισε, «όπου τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας αρχίζουν και διαφαίνονται, αποτελεί και το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, όπου η αστάθεια του οικονομικού περιβάλλοντος και η συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης δεν επέτρεψαν στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν να αποτυπώσουν τα πραγματικά τους οφέλη στον καταναλωτή, στις επιχειρήσεις και στις αγορές. Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.»
Μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί τόνισε ο κ. Στουρνάρας «ότι η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια».
Προειδοποίησε ωστόσο ότι «οι ενδείξεις στις οποίες αναφέρθηκα είναι πράγματι ενθαρρυντικές. Σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογούν επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών. Αντίθετα, χρειάζεται τώρα μεγαλύτερη επιμονή και συνέπεια. Η οριστική έξοδος από την κρίση προϋποθέτει συνέχιση και επιτάχυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας για τη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας και την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου. Στην προσπάθεια αυτή, πιστεύω ότι ο ρόλος της βιομηχανίας τροφίμων θα είναι καθοριστικός».
Επέτειναν την ύφεση οι ποικίλες αντιστάσεις στις μεταρρυθμίσεις
Κάνοντας μια αναδρομή από την αρχή της κρίσης και την κατάσταση στην οποία βρήκε την ελληνική οικονομία, της οποίας, όπως είπε, «η διάρθρωση και η δομή δεν επέτρεπαν την ταχεία αντίδραση που απαιτούσαν οι επερχόμενες προκλήσεις» ο κ. Στουρνάρας παρουσίασε και τους λόγους που, κατά την άποψή του, παρέτειναν τόσο πολύ στην περίπτωση της Ελλάδας την ύφεση.
«Εντοπίζονται σε μια σειρά παραγόντων, όπως: αδυναμία στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις τους, διστακτικότητα των κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα αυτά και ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, συναίνεση που επιτεύχθηκε σε όλες τις άλλες χώρες όπου εφαρμόστηκαν ανάλογα προγράμματα. Με την εμφάνιση της κρίσης, αυτές οι ίδιες υστερήσεις δεν επέτρεψαν στην οικονομία να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά, ώστε να περιορισθούν οι συσταλτικές επιπτώσεις των προγραμμάτων».
Ωστόσο για τον κ. Στουρνάρα «ο σημαντικότερος παράγοντας που επέτεινε την ύφεση και τροφοδότησε τη μεγάλη ανεργία ήταν οι ποικίλες αντιστάσεις στις μεταρρυθμίσεις, που δημιούργησαν μεγάλες διαρθρωτικές υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες, με τη σειρά τους, περιόρισαν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, η φορολογία, οι επενδύσεις, ο ταχύς αναπροσανατολισμός στις αγορές εξωτερικού και οι μεταρρυθμίσεις».
«Η ύφεση, δηλαδή, θα ήταν σαφώς μικρότερη και βραχύτερη, εάν είχαν έγκαιρα εκσυγχρονισθεί οι δομές της παραγωγής και της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας» τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ.
ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ
Παρά την πρόοδο που επιτεύχθηκε με την εφαρμογή μεγάλου μέρους των συστάσεων του ΟΟΣΑ, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εμφανίζει στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό σε επιμέρους αγορές και έχει σημαντικά περιθώρια απελευθέρωσης της δυναμικής της, επισήμανε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Ωστόσο, πρόσθεσε, «για να εξασφαλιστεί ότι τα οφέλη αυτά θα φθάσουν πραγματικά στους Έλληνες καταναλωτές, είναι σημαντικό να εφαρμοστούν πλήρως τα προτεινόμενα μέτρα. Μερική άρση των περιορισμών θα αποφέρει μόνο μερικά αποτελέσματα. Βασικός πυλώνας για ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι η θέσπιση ενός αποτελεσματικού νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς».
Ο ίδιος παρατήρησε ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας αφού βελτιώθηκε τη διετία 2013-2014 (σύμφωνα με μια σειρά από δείκτες που καταρτίζονται από τον ΟΟΣΑ, την Παγκόσμια Τράπεζα και το World Economic Forum), παρουσιάζει πλέον ενδείξεις στασιμότητας ή και οπισθοχώρησης.
Σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας στο επιχειρείν» (Ease of Doing Business) της Παγκόσμιας Τράπεζας, η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη υποχώρησε από την 58η στην 61η μεταξύ 190 κρατών. Σύμφωνα με το «δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας» του World Economic Forum, η θέση της Ελλάδας υποχώρησε το 2016 από την 81η στην 86η μεταξύ 138 κρατών, ενώ, σύμφωνα με τον πίνακα επιδόσεων παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του IMD, η Ελλάδα έπεσε κατά 6 θέσεις και το 2016 βρέθηκε στην 56η θέση μεταξύ 61 κρατών.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις αυτές, και παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο που έχει σημειωθεί τα προηγούμενα έτη, η Ελλάδα συνεχίζει να κατατάσσεται στη χαμηλότερη θέση, τόσο μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ-28 όσο και μεταξύ όλων των προηγμένων οικονομιών, σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.