«Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος-εργοδότης δεν υποβάλει ΑΠΔ και ο ΕΦΚΑ ενημερωθεί, μέσω υπεύθυνης δήλωσης από τον εργαζόμενο με ΔΠΥ, τότε ο εργαζόμενος καταβάλλει εισφορές μισθωτού, (δηλαδή 6,67% για κύρια ασφάλιση και 2,55% για υγειονομική περίθαλψη, σύνολο 9,22%), μέχρι την επίλυση της διαφοράς από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ. Το διάστημα αυτό, ο εργαζόμενος είναι ασφαλιστικά ενήμερος. Η διάταξη 39 παρ. 9 του ν. 4387/2016 εφαρμόζεται και στην περίπτωση μισθωτού που εκδίδει παράλληλα ΔΠΥ σε -μέχρι δύο αντισυμβαλλόμενους-εργοδότες. Και εδώ, σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος-εργοδότης δεν υποβάλλει ΑΠΔ, ισχύουν, όσα αναφέρονται στο σημείο 1 και ο εργαζόμενος καταβάλλει τις εισφορές που αντιστοιχούν σε μισθωτό».
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
α. Μηχανικός παρέχει υπηρεσίες σε μία τεχνική εταιρεία και σε μία τράπεζα για διάστημα 10 μηνών. Γι' αυτές τις δύο δραστηριότητες εκδίδει δελτίο παροχής υπηρεσιών, 20.000 ευρώ και 10.000 ευρώ, αντιστοίχως. Από τη διάρκεια και τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών προκύπτει ότι αυτές δεν είναι ευκαιριακής μορφής, αλλά, αντιθέτως, απαιτούν διαρκή απασχόληση. Ως εκ τούτου, ο ως άνω ασφαλισμένος υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Συνεπώς, για κάθε μία από τις ως άνω δραστηριότητες υπολογίζονται εισφορές, ως εξής:
Για την πρώτη, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση. Επομένως, σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 2.000 ευρώ. Επ' αυτής υπολογίζονται εισφορές, ύψους 20%, για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένο κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου (τεχνικής εταιρείας). Για τη δεύτερη, το αντίστοιχο ποσό της μηνιαίας αμοιβής ανέρχεται σε 1.000 ευρώ, στο οποίο και θα υπολογιστούν εισφορές κατά όμοιο τρόπο. Είναι ευνόητο ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, επιμερίζονται οι εισφορές για τον κλάδο περίθαλψης, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχής.
β. Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας και αμοιβή, ύψους 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία ΔΠΥ. Η εν λόγω κλινική αποτελεί το μόνο αντισυμβαλλόμενο του συγκεκριμένου ασφαλισμένου-ιατρού. Επομένως, αυτός υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Ανεξαρτήτως του αριθμού των ΔΠΥ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η οικεία σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας. Αν η ως άνω σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, τότε η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ/μήνα. Συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Στην τελευταία περίπτωση και με δεδομένο ότι δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, ο εν λόγω ασφαλισμένος θα καταβάλει κανονικά εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός) για τους υπόλοιπους δύο μήνες του έτους.
γ. Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει ΔΠΥ αξίας 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση. Επομένως, σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή, ύψους 500 ευρώ. Επ' αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου κατά τα ως άνω αναφερθέντα. Επιπροσθέτως, για το ποσό που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των αυτοαπασχολουμένων (586,08- 500=86,08 ευρώ), ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).
δ. Λογιστής εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρεία και παρέχει παράλληλα διαρκείς υπηρεσίες σε άλλη εταιρεία αμειβόμενος με ΔΠΥ. Ο εν λόγω ασφαλισμένος υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Επομένως, για τις αποδοχές του από τη μισθωτή εργασία υπολογίζονται εισφορές με βάση το άρθρο 38, για το δε εισόδημά του από τη διαρκή παροχή υπηρεσιών σε άλλη εταιρεία-αμειβόμενη με ΔΠΥ, καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 παρ. 9. ε. Ο ίδιος ως άνω ασφαλισμένος που εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρεία, λαμβάνει και επιπλέον αποδοχές από την ίδια εταιρεία με ΔΠΥ. Στην περίπτωση αυτή, για το σύνολο του εισοδήματος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 38. Συνεπώς, επί του εισοδήματος αυτού υπολογίζονται εισφορές μισθωτού και, επομένως, η εταιρεία καταβάλει τις εισφορές εργοδότη που αντιστοιχούν στο σύνολο του εισοδήματος (αποδοχές από μισθωτή εργασία και εισόδημα από ΔΠΥ).