Την ίδια στιγμή, η συνεχιζόμενη αύξηση των φόρων (ο λόγος φόρων προς το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2014 στο 35,9% από 34,4%) δεν έφερε την ευκταία αύξηση εσόδων για τα δημόσια ταμεία. Αντιθέτως, σημειώθηκε μείωση σε διψήφιο ποσοστό σε σχέση με το 2010. Τα παραπάνω υπογράμμισε ο Στέφανος Μήτσιος, επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της ΕΥ Ελλάδος, μιλώντας χτες το βράδυ στο 8ο Tax Forum, που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.
«Η συνολική έκταση της φοροδιαφυγής στη χώρα μας κυμαίνεται μεταξύ 6% και 9% του ΑΕΠ. Αναλυτικότερα, τα διαφυγόντα έσοδα από τη φοροδιαφυγή των φυσικών προσώπων εκτιμώνται σε 1,9% έως 4,7% του ΑΕΠ ετησίως. Τα διαφυγόντα έσοδα από ΦΠΑ, υποθέτοντας ότι το έλλειμμα ΦΠΑ αφορά στο σύνολό του φοροδιαφυγή, ανέρχονται σε 3,5% του ΑΕΠ. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα διαφυγόντα έσοδα από τη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των επιχειρήσεων, τα οποία υπολογίζονται γύρω στο 0,06% έως 0,15% του ΑΕΠ, καθώς και οι απώλειες από το λαθρεμπόριο ποτών, τσιγάρων και καυσίμων το οποίο φθάνει περίπου σε 0,45% του ΑΕΠ» σημείωσε ο κ. Μήτσιος και πρόσθεσε: «Παρά την αύξηση των περισσότερων φορολογικών συντελεστών, τα δημόσια έσοδα στη χώρα μας έχουν μειωθεί από το 2010 κατά 12%, με τη μεγαλύτερη μείωση να προέρχεται από τους έμμεσους φόρους».
Είναι χαρακτηριστικό, σημείωσε, ότι τα έσοδα από τους άμεσους φόρους παρέμειναν σχεδόν σταθερά μόνο χάρη στην επιβολή νέων φόρων, όπως ο ΕΝΦΙΑ και η Εισφορά Αλληλεγγύης. Η μείωση αυτή των φορολογικών εσόδων αντανακλά την έκταση της ύφεσης, αλλά και τη συρρίκνωση της φορολογικής βάσης. Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΥ, οι βασικοί παράγοντες που τροφοδοτούν τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα είναι οκτώ: η πολυνομία και η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, η ανασφάλεια δικαίου φορολογούμενων και υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης, η συνεχιζόμενη αύξηση των φόρων, η διαχρονική ανυπαρξία πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση του φαινομένου, η τεχνολογική ανεπάρκεια και η αδυναμία αξιοποίησης των δυνατοτήτων της νέας τεχνολογίας, η γραφειοκρατία, οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), καθώς και η φορολογική κουλτούρα.
Σύμφωνα με την έρευνα, η αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής θα πρέπει να βασιστεί στους εξής εννέα άξονες:
1. Μείωση των φορολογικών συντελεστών. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με τους υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης της μισθωτής εργασίας και του εισοδήματος των νομικών προσώπων, σε συνδυασμό με εξαιρετικά υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ. Επιπλέον, οι φορολογούμενοι επιβαρύνονται με έκτακτους φόρους, όπως η εισφορά αλληλεγγύης.
2. Εκτεταμένη χρήση του πλαστικού χρήματος και επέκταση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Το 2014, η Ελλάδα βρισκόταν στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28 ως προς τη χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών (μόλις 6% επί του συνόλου των συναλλαγών). Το ποσοστό έχει αυξηθεί μετά την επιβολή των capital controls, αλλά παραμένει εξαιρετικά χαμηλό.
3. Αποτελεσματική και εντατική διενέργεια ελέγχων και αποτελεσματική περαίωση των φορολογικών υποθέσεων. Έχει διαπιστωθεί ότι η αύξηση των ημερήσιων ελέγχων κατά 1% μειώνει τον αριθμό των παραβατών κατά 0,3-0,4%. Παράλληλα, απαιτείται ταχύτερη απονομή της φορολογικής δικαιοσύνης.
4. Οργάνωση και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός των φορολογικών αρχών.
5. Κατάρτιση και εκπαίδευση των υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης, με παράλληλη αύξηση αποδοχών.
6. Καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς και εφαρμογή αντικινήτρων. Η αντιμετώπιση της διαφθοράς θα πρέπει να βασισθεί στην εναρμόνιση των μισθών των εφοριακών με τα διεθνή πρότυπα, τη διενέργεια τακτικών ελέγχων στην περιουσία τους και τη θέσπιση ενός αδιάβλητου συστήματος αξιολόγησης από το οποίο θα εξαρτώνται οι απολαβές και προαγωγές τους.
7. Δημιουργία σταθερού και απλοποιημένου φορολογικού συστήματος. Η δαιδαλώδης φορολογική νομοθεσία δημιουργεί σύγχυση στους φορολογούμενους.
8. Διαρθρωτικές αλλαγές στη δομή των επιχειρήσεων και αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου. Η ευθυγράμμιση του ποσοστού των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών ή πολύ μικρών επιχειρήσεων με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα μειώσει δραστικά τις ευκαιρίες φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής.
9. Δημιουργία φορολογικής συνείδησης και καλλιέργεια φορολογικής παιδείας. Είναι πολύ κρίσιμο να καλλιεργηθεί η αντίληψη της φοροδιαφυγής ως ανήθικης πράξης ήδη από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σχολείων.