Παράλληλα, σήμερα γνωστοποιήθηκε η απόφαση της γενικής γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με την οποία θα γίνει επανεκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων όλων των δικαστικών λειτουργών με την αναγνώριση του αφορολόγητου του 25% των αποδοχών τους, όπως δηλαδή συμβαίνει και με τις βουλευτικές αποζημιώσεις.
Δηλαδή, από την επανεκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων των δικαστών, αναμένεται να προκύψουν αναδρομικές επιστροφές φόρων που παρακρατήθηκαν, ύψους 2.500 ευρώ έως 15.000 ευρώ, ανάλογα με τη βαθμίδα που κατέχει κάθε δικαστής.
Η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Ειρήνη Γιανναδάκη, ως προς το θέμα αυτό ανέφερε ότι «είναι μια πρώτη προσπάθεια δρομολόγησης στην εφαρμογή των αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων που δικαιώνουν τους δικαστές» και προσέθεσε: «Η απόφαση αυτή αφορά το ισόκυρο και ισόνομο των δικαστών με τις δυο άλλες εξουσίες και έρχεται να εφαρμόσει για τους δικαστές, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, ό,τι ισχύει για τους βουλευτές».
Να σημειωθεί ότι και για το αφορολόγητο του 25% των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, έχει εκδοθεί σχετική απόφαση του Μισθοδικείου.
Παράλληλα, η κυρία Γιανναδάκη ανέφερε ότι ο αναπληρωτής ΥΠΟΙΚ Γ. Χουλιαράκης, στην πρόσφατη συνάντηση που είχαν μαζί του οι δικαστικές Ενώσεις, μίλησε για εξορθολογισμό και αποσυμπίεση των ειδικών μισθολογίων.
Αναλυτικότερα, η κυρία Γιανναδάκη είπε ότι δεν θα μειωθούν οι αποδοχές όσων υπηρετούν ήδη, αλλά θα εφαρμοστεί η λεγόμενη προσωπική διαφορά για όσους έχουν θέση ευθύνης, «λες και υπάρχει δικαστής που δεν έχει ευθύνη απέναντι στη ζωή και την περιουσία των διαδίκων», τόνισε η πρόεδρος της Ένωσης.
Αντίθετα, τόνισε η κυρία Γιανναδάκη, θα μειωθούν οι μισθοί όσων εισέρχονται στο σώμα (νέοι δικαστές), δημιουργώντας έτσι «δικαστές δυο ταχυτήτων». Όμως, συνέχισε, «αυτό είναι ανεπίτρεπτο και δε το δεχόμαστε και οποιοσδήποτε μειώσεις θα μας βρουν απέναντι».
Τέλος, η Ένωση εξέδωσε ψήφισμά το οποίο έχει ως εξής:
«Η κυβέρνηση, σχεδιάζει περαιτέρω μείωση των αποδοχών μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο με βάση ειδικά μισθολόγια, στα οποία εντάσσει και εκείνο των δικαστικών λειτουργών, παρά τις αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές προηγούμενες μειώσεις που έγιναν με τον ν. 4093/2012.
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών επισημαίνει ότι σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές:
1. Δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να κατανέμεται πάντοτε σε μισθωτούς και συνταξιούχους, οι οποίοι κατά κανόνα είναι συνεπείς προς τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων, ή της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων, από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών.
2. Οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν, ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση η οποία αποτελεί αναγκαίο, όχι όμως και επαρκή όρο για την συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών.
Δηλώνει, ότι δεν θα αποδεχθεί 1. Παραβίαση των δικαστικών αποφάσεων και περαιτέρω περικοπές στο κατά τα άρθρα 26, 87 παρ, 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών στο οποίο έχουν ήδη προηγηθεί τέσσερις αλλεπάλληλες μειώσεις σε σημαντικό ύψος. 2. Την δημιουργία δικαστικών λειτουργών δύο ταχυτήτων.
Αποφασίζει ότι η κατάθεση σχετικού νομοσχεδίου συνεπάγεται αυτομάτως τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης προκειμένου να αποφασίσουμε συλλογικά για τη στάση μας. Το Δ.Σ. δεσμεύεται από την παρούσα απόφαση να συγκαλέσει έκτακτη γενική συνέλευση στην πλησιέστερη μετά την ημερομηνία κατάθεσης του εν λόγω νομοσχεδίου πρόσφορη ημερομηνία».