Οι κίνδυνοι, σύμφωνα με την ΕΚΤ, αφορούν ιδιαίτερα τις μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, περιλαμβανομένης της Κίνας, καθώς και την απόφαση της Βρετανίας να φύγει από την ΕΕ.
Μία σύσφιγξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και μία αύξηση της πολιτικής αβεβαιότητας θα μπορούσαν να επιτείνουν τις υπάρχουσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, να μειώσουν την εμπιστοσύνη και να καταλήξουν σε μία απροσδόκητα ισχυρή επιβράδυνση. «Η αβεβαιότητα των πολιτικών για την οικονομική μετάβαση της Κίνας θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής μεταβλητότητας», σημειώνει η ΕΚΤ, προσθέτοντας: «Η συνεχιζόμενη έμφαση σε μία νέα ισορροπία της (κινεζικής) οικονομίας - περιλαμβανομένων των μειώσεων της υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας σε ορισμένες βαριές βιομηχανίας και των μέτρων για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων - αναμένεται να οδηγήσει σε μία μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης».
Αν και το Brexit είχε περιορισμένες επιπτώσεις έως τώρα και κάποιοι αναλυτές έχουν αναθεωρήσει ανοδικά τις απαισιόδοξες προβλέψεις τους, η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι τα χειρότερα πιθανόν να μην έχουν περάσει. «Οι οικονομικές επιπτώσεις από την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ θα μπορούσε να είναι χειρότερες των αναμενόμενων, αυξάνοντας την αβεβαιότητα και επηρεάζοντας αρνητικά το εμπόριο, την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις», τονίζεται. Αν και η νομισματική και δημοσιονομική χαλάρωση αναμένεται να στηρίξουν τη βρετανική οικονομία, η θεσμική και πολιτική αβεβαιότητα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις αναμένεται να μειώσουν την εγχώρια ζήτηση, ιδιαίτερα τις επενδύσεις, ακόμη και αν η βραχυπρόθεσμη επίπτωση ήταν περιορισμένη, αναφέρει η ΕΚΤ.