Ωστόσο, δεν έχουν επιλυθεί τα δύο βασικά προβλήματα: ότι σχεδόν ένας στους δύο νέους έως 24 ετών (ποσοστό 49,1%) είναι άνεργος, ενώ ειδικά στις νέες γυναίκες η ανεργία εκτοξεύεται στο 52,5%. Και ότι περίπου 803.000 άτομα ή το 72,2% των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι, ήτοι αναζητούν εις μάτην εργασία για πάνω από 12 μήνες. Παράλληλα, περίπου 935.000 άτομα ή το 84% του συνόλου των ανέργων αναγκάζεται να δεχθεί και τη μερική απασχόληση για να καλύψει μέρος των αναγκών του.
Ειδικότερα, από την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν τα εξής:
Ο αριθµός των ανέργων µμειώθηκε κατά 6,9% σε σχέση µε το α΄ τρίµηνο εφέτος και κατά 5,8% σε σχέση µε το β΄ τρίµηνο του 2015.
Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας (27,6% το β΄ τρίμηνο 2016 από 28,3% το β΄ τρίμηνο 2015) είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο των ανδρών (19,4% από 21,5%).
Ηλικιακά, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στις ομάδες 15- 24 ετών (49,1% το β΄ τρίμηνο 2016 από 49,5% το β΄ τρίμηνο 2015) και 25- 29 ετών (32,6% από 35,7%). Ακολουθούν οι ηλικίες 30- 44 ετών (21,5% από 23,8%), 45- 64 ετών (19,1% από 18,8%) και 65 ετών και άνω (11,9% από 9,9%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Ελλάδα (31,3% το β΄ τρίμηνο 2016 από 27,8% το β΄ τρίμηνο 2015), η Δυτική Μακεδονία (30,6% από 30,1%) και η Θεσσαλία (24,9% από 25,8%). Ακολουθούν, η Στερεά Ελλάδα (24,4% από 25,3%), η Κεντρική Μακεδονία (24,2% από 25,6%), η Ήπειρος (24% από 23,8%), η Αττική (22,6% από 25%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (21,9% από 23,4%), η Κρήτη (20,4% από 22,7%), η Πελοπόννησος (19,6% από 22,9%), το Νότιο Αιγαίο (18,4% από 13,4%), το Βόρειο Αιγαίο (17,3% από 19,4%) και οι Ιόνιοι Νήσοι (11,7% από 19,8%).
Λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο της εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (31,6%) και σε όσους έχουν απολυτήριο τριτάξιας µέσης εκπαίδευσης (27,4%). Τα χαµηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή µεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (11,8%) και στους πτυχιούχους της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης (17,3%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν µισθωτή απασχόληση, το 11,4% αναζητεί αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 84% αναζητεί πλήρη αλλά, στην ανάγκη, είναι διατεθειµένο να εργαστεί και µε µερική απασχόληση. Τέλος, το 4,5% είτε αναζητεί µερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται αν θα βρει µερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (6%) απέρριψε κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (25,2%), δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (23%) και δεν εξυπηρετούσε το ωράριο εργασίας (20,4%).
Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν ανέρχεται στο 21,4% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι µακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 µήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα από το εάν έχουν εργαστεί στο παρελθόν), αποτελούν αντίστοιχα το 72,2%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόµων µε ξένη υπηκοότητα είναι µεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (28,2% έναντι 22,7%). Επίσης, το 72,7% των ξένων υπηκόων είναι οικονοµικά ενεργό, ποσοστό σηµαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων, το οποίο είναι 51,1%.
Σε επίπεδο απασχόλησης, το β΄ τρίμηνο εφέτος ο αριθµός των απασχολούµενων ανήλθε σε 3.702.613 άτοµα και η απασχόληση αυξήθηκε κατά 2,7% σε σχέση µε το προηγούµενο τρίµηνο και κατά 2,1% σε σχέση µε το β΄ τρίµηνο του 2015.
Ειδικότερα, βρήκαν απασχόληση 143.836 άτοµα, τα οποία δήλωσαν ότι ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, 46.772 άτοµα µετακινήθηκαν από τον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 115.103 άτοµα, τα οποία πριν από έναν χρόνο ήταν απασχολούµενα, σήµερα είναι άνεργα και άλλα 56.862 άτοµα που ήταν απασχολούµενα είναι πλέον οικονοµικά µη ενεργά. Επιπλέον, 105.904 άτοµα, που πριν από ένα έτος ανήκαν στον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση αλλά είναι άνεργα.
Ανά τοµέα της οικονοµίας, παρατηρείται ότι στον πρωτογενή τοµέα υπάρχει µείωση 0,3% στον αριθµό των απασχολούµενων, στον δευτερογενή τοµέα παρατηρείται αύξηση 6% και στον τριτογενή αύξηση 1,7%.
Το ποσοστό της µερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 9,8% του συνόλου των απασχολουµένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζοµένων, το 69,7% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν µπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 8,2% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 4,8% διότι εκπαιδεύεται, το 1,7% διότι φροντίζει µικρά παιδιά ή εξαρτώµενους ενήλικες και το 15,6% για διάφορους άλλους λόγους.
Το ποσοστό των µισθωτών, το οποίο εκτιµάται σε 65,9%, εξακολουθεί να είναι το χαµηλότερο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία ανέρχεται στο 83,9 του συνόλου των απασχολουµένων (εκτίµηση 2015).