Την περαιτέρω αύξηση των συντελεστών προκαταβολής φόρου εισοδήματος και τη μη θέσπιση αφορολόγητου ορίου αναδεικνύουν ως τα σημαντικότερα προβλήματα του νέου φορολογικού οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ.
Όπως προκύπτει από την εξαμηνιαία τηλεφωνική έρευνα εντοπισμού και καταγραφής των βασικότερων προβλημάτων για τη μικρομεσαία εμπορική επιχειρηματικότητα σε δείγμα 700 επιχειρηματιών ανά την επικράτεια που εκπόνησε το ΙΝΕΜΥ με αφορμή της επικείμενες αλλαγές στη Φορολογία Εισοδήματος, η εκ νέου επιχειρούμενη αναδιάρθρωση του υφιστάμενου φορολογικού συστήματος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την καθημερινότητα χιλιάδων εμπόρων/ελεύθερων επαγγελματιών.
«Όταν εντέλει επιτευχθεί στις 24 Μαΐου η πολυπόθητη "Εαρινή Συμφωνία", οι μικρομεσαίοι θα κληθούμε να πληρώσουμε πολύ ακριβό τίμημα για να την παρακολουθήσουμε...» δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης.
Όσον αφορά στην έρευνα οι παρατηρήσεις που προκύπτουν από την ανάλυση για το νέο φορολογικό είναι οι εξής:
- Η συρρίκνωση της έκπτωσης φόρου από τα επίπεδα των 20.000 ευρώ και άνω, κατά 10 ευρώ ανά 1.000 ευρώ εισοδήματος από μισθούς συντάξεις και αγροτική δραστηριότητα, ισοδυναμεί στην ουσία με την επέκταση της ισχύος του σε περισσότερα φυσικά πρόσωπα. Με βάση το παλαιό καθεστώς, η χορήγηση του αφορολόγητου ορίου παρέχονταν, με φθίνοντα βεβαίως ρυθμό, σε εκείνους που δήλωναν ετήσια εισοδήματα από μισθούς η συντάξεις έως 42.000 ευρώ. Από το όριο αυτό και μετά το αφορολόγητο μηδενίζονταν.
- Η μη πρόβλεψη ισχύος του αφορολόγητου ορίου για τους ελεύθερους επαγγελματίες, συνιστά ένα σημαντικό πισωγύρισμα στην προσπάθεια εξορθολογισμού του φορολογικού συστήματος και δη της φορολογίας εισοδήματος. Η ΕΣΕΕ υπενθυμίζει ότι έχει επανειλημμένως τονίσει πως από τη στιγμή που τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα εντάσσονται στην κλίμακα φορολόγησης μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών, θα έπρεπε ομοίως -και στο πλαίσιο της φορολογικής δικαιοσύνης και της ίσης φορολογικής αντιμετώπισης των πολιτών- να θεσπιστεί ένα ενιαίο και κοινό αφορολόγητο όριο με καθολική ισχύ. Τα αντικίνητρα που προκαλούνται από τη διαιώνιση μη ορθολογικών επιλογών, θα επιφέρουν περαιτέρω συρρίκνωση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας και αδυναμία επίλυσης χρόνιων παθογενειών.
- Στην περίπτωση που ένας φορολογούμενος έχει εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες αλλά και από επιχειρηματική δραστηριότητα, το συνολικό του εισόδημα θα αθροίζεται και θα φορολογείται με την κλίμακα των μισθωτών αλλά η έκπτωση φόρου (αναλόγως των τέκνων που διαθέτει) θα παρέχεται μόνο για το τμήμα του εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες.
- Η αναφορά στις διατάξεις του νομοσχεδίου για «καθαρό εισόδημα» από επιχειρηματική δραστηριότητα, συνεπάγεται την αναγνώριση της έκπτωσης των επαγγελματικών δαπανών.
- Αναφορικά με τους ελεύθερους επαγγελματίες, ελαφρύνσεις της τάξεως ακόμη και των 840 ευρώ, καταγράφονται για εισοδήματα έως τις 32.700 ευρώ. Μετά το σημείο αυτό προκύπτουν επιβαρύνσεις (φόρος + εισφορά αλληλεγγύης), σε σύγκριση με το υπό κατάργηση καθεστώς (26% έως τις 50.000 ευρώ και 33% για το υπερβάλλον ποσό).
- Οι φοροελαφρύνσεις των επιτηδευματιών, στην πραγματικότητα θα ισχύσουν για εκείνους που δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα, δεδομένων των επιβαρύνσεων που προκύπτουν από την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με τις προβλέψεις του νέου ασφαλιστικού, η διασύνδεση του εισοδήματος με την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (άθροισμα εισφοράς για σύνταξη και ιατροφαρμακευτική δαπάνη ίση με το 26,95% του δηλωθέντος εισοδήματος) θα αποδειχθεί ευεργετική μόνο για εκείνους τους ελεύθερους επαγγελματίες με εισοδήματα περίπου 10.000 - 13.500 ευρώ (αναλόγως και την ασφαλιστική κατηγορία του ΟΑΕΕ που εντάσσονται). Εκείνοι που διαθέτουν υψηλότερα εισοδήματα θα επωμιστούν μεγαλύτερα βάρη.
Η ΕΣΕΕ υπογραμμίζει ότι το νέο φορολογικό πλαίσιο αναμένεται να επιφέρει επιπρόσθετα βάρη στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, κυρίως στις νομικές οντότητες με ετήσια κέρδη έως 50.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της αυξημένης προκαταβολής φόρου εισοδήματος (από 75% το φορολογικό έτος 2015 στο 100% στη διάρκεια του φορολογικού έτους 2016).