Φθηνότερο κατά 2,4% θα είναι φέτος το συνολικό κόστος του σαρακοστιανού τραπεζιού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου κι Επιχειρηματικότητας, οι καταναλωτές θα δαπανήσουν 77,9 ευρώ για να αγοράσουν τα παραδοσιακά νηστίσιμα είδη, έναντι 79,8 ευρώ πέρυσι. Φθηνότερες τιμές καταγράφονται στα κατεψυγμένα θαλασσινά, ενώ ακριβότερα κοστίζει ο ταραμάς, ενώ η λαγάνα στη Λάρισα θα διατίθεται στα περσινά επίπεδα αν και γενικότερα στη χώρα, η τιμή της θα είναι "τσιμπημένη".
Τη μείωση στις τιμές των θαλασσινών, κυρίως των κατεψυγμένων, καταγράφει η ερευνά τιμών του Ινστιτούτου Επιχειρήσεων και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ. Ειδικότερα, από τις δειγματοληπτικές έρευνες προκύπτει ότι στις ιχθυαγορές η μεσοσταθμική πτώση των τιμών στα θαλασσινά, κυρίως των κατεψυγμένων, είναι της τάξης του 2,7%.
Στα υπόλοιπα προϊόντα που συνθέτουν το σαρακοστιανό τραπέζι υπάρχουν αυξομειώσεις των τιμών, με καταγεγραμμένες υποχωρήσεις και ανοδικές τάσεις, με συνέπεια η μεσοσταθμική μείωση του συνολικού κόστους του σαρακοστιανού τραπεζιού να κυμαίνεται στο 2,4%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Συγκεκριμένα, τα φρέσκα καλαμάρια πωλούνται από 8 έως 18 ευρώ το κιλό και τα κατεψυγμένα καλαμάρια από 4 έως 7 ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση 8,3% σε σχέση με πέρυσι, Το φρέσκο χταπόδι κοστίζει από 9,8 έως και 13,8 ευρώ το κιλό και το κατεψυγμένο από 5 έως και 10 ευρώ, δηλαδή 6,3% φτηνότερα από πέρυσι.
Τα μύδια πωλούνται από 2,8 έως και 3 ευρώ το κιλό όπως και πέρυσι, ενώ οι κατεψυγμένες γαρίδες από 8 έως και 20 ευρώ, είναι άρα τώρα κατά 3,4% φθηνότερες. Ακριβότερα, ωστόσο, κοστίζει ο ταραμάς και η λαγάνα, καθώς η τιμή του φθηνού ταραμά κυμαίνεται από 5,5 έως και 6,4 ευρώ το κιλό, οπότε είναι αυξημένη κατά 8,2%. Στη λαγάνα η τιμή κυμαίνεται από 2,7 έως και 3 ευρώ το τεμάχιο, είναι δηλαδή ακριβότερη κατά 1,8% σε σχέση με το 2015. Πάντως από τη συντεχνία αρτοποιών Λάρισας δηλώθηκε πως η τιμή της λαγάνας θα διατίθεται από τους παραδοσιακούς φούρνους με τις περσινές τιμές και θα κυμαίνεται από 1,70 έως 1,90 ευρώ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
Την ίδια ώρα, η ΕΣΣΕ γνωστοποιεί στα μέλη της σε ό,τι αφορά την Καθαρά Δευτέρα, πως αυτή δεν περιλαμβάνεται στις εξαιρέσιμες εορτές (υποχρεωτικές αργίες), επομένως είναι εργάσιμη ημέρα και έγκειται στον κάθε έμπορο-επιχειρηματία εάν θα λειτουργήσει την επιχείρησή του. Δεδομένου του χαρακτήρα της ημέρας ως μη υποχρεωτικής αργίας, τα εμπορικά καταστήματα μπορούν να ανοίξουν νόμιμα, χωρίς να οφείλουν προσαυξημένο ημερομίσθιο ή άλλες επιβαρύνσεις στους εργαζομένους τους. Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι περιπτώσεις που η Καθαρά Δευτέρα έχει οριστεί ως ημέρα αργίας με άλλες -συνήθως τοπικού περιεχομένου- ρυθμίσεις (οπότε και οφείλεται αυξημένο ημερομίσθιο), όπως πχ με υπουργική απόφαση ή προεδρικό διάταγμα (τοπική εορτή), τυχόν συλλογική σύμβαση, επιχειρησιακή πρωτοβουλία κλπ. Ειδικά για τη συλλογική σύμβαση, δεν ισχύει πλέον η καθιέρωση της αργίας αυτής για τις περιπτώσεις που προβλεπόταν σε κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ η οποία έληξε και μετά την πάροδο της υποχρεωτικής προέκτασης δεν υπεγράφη νέα σύμβαση. Μόνο η πρόβλεψη περί υποχρεωτικής αργίας σε επιχειρησιακή σύμβαση εξασφαλίζει απόλυτα τον χαρακτήρα της ημέρας ως τέτοιας, αλλά αυτό αφορά μόνο τη συγκεκριμένη επιχείρηση.