Του Κώστα Γκιάστα
Φωτ. Λεωνίδας Τζέκας
Αν ο Σουηδός συγγραφέας, Γιούνας Γιούνασον έμενε στους Γόννους των Τεμπών τότε σίγουρα θα γνωρίζαμε ποιος αποτέλεσε την έμπνευσή του για το μυθιστόρημα «Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε» με εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Ως άλλος Άλαν Κάρλσον ωστόσο ο Αντώνιος Κοροβέσης που σε λίγο μπαίνει στο 105 έτος της ζωής του, βάλθηκε να μας υπενθυμίσει πως η πραγματικότητα ξεπερνάει πάντα κάθε φαντασία και πως η δύναμη του μυαλού σε κρατάει «νέο» παρά τη φυσιολογική γήρανση του κορμιού.
Ο ίδιος δεν δυσκολεύτηκε να πηδήξει από το παράθυρο του σχολείου του, μόλις στην Τρίτη Δημοτικού, κάπου στην Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας για να πάει στα πρόβατα του πατέρα του, Ιωάννη. «Μου άρεσε το περπάτημα και για δουλειά ήμουν πρώτος» λέει καθώς χτυπάει τους τετρακέφαλους με την παλάμη του.
Ήταν μεγάλη οικογένεια και επί τουρκοκρατίας έψαχναν τρόπους να εδραιωθούν αγοράζοντας κτήματα για ελαιώνες στα Τέμπη. Με παιδικές αναμνήσεις πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο και τους Βαλκανικούς, έφτασε να ενηλικιωθεί με το πρώτο οικονομικό παγκόσμιο κραχ το 1929. «Από τότε ξεκίνησαν τα δύσκολα, αλλά τα χειρότερα συνεχίστηκαν στη γερμανική κατοχή. Ο κόσμος πραγματικά πεινούσε». Σηκώνει τη μαγκούρα του και στοχεύει προς τον νότο. Αθήνα, Βουλή: «Γιατί και σήμερα ο κόσμος όμως δεν πεινάει. Μου δίνουν 300 ευρώ σύνταξη. Πώς να βγει ο κοσμάκης;»
Στρατιώτης τα δύσκολα χρόνια και πιάνεται αιχμάλωτος εν καιρώ πολέμου αργότερα για να οδηγηθεί στην Ιταλία. «Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβαλα τσιγάρο στο στόμα μου από τη στεναχώρια αλλά ποτέ άλλοτε δεν ξανακάπνισα». Την ίδια περίοδο ωστόσο στους Γόννους νόμιζαν πως είχε εξαφανιστεί αλλά λανθασμένα. «Με είχαν θεωρήσει νεκρό. Έδωσαν κανονικά κόλλυβα. Το γραπτό μήνυμα που έστειλα στον πατέρα μου δεν διαβάστηκε γιατί πολύ απλά δεν ήξερε γράμματα. Ίσως γι’ αυτό ξόρκισαν τον θάνατο και είμαι ακόμα ζωντανός» λέει και γελάει καθώς ζητάει μια γουλιά τσιπουράκι. Έτσι για την παρέα.
Μας μιλάει για τον Χίτλερ, το Όχι του Μεταξά, πως συνόδευσε κρυφά τον Βασιλιά της Αλβανίας, τη Χούντα, τις εξορίες, για το πώς ο πατέρας του έφυγε για την Τσεχοσλοβακία αλλά σαν μερακλώνει του ζητάμε και κάνα μυστικό μακροζωίας. «Άκου λοιπόν» και καθώς διορθώνει το καπέλο του λέει «τζάμπα ψάχνεις για τέτοια. Μόνο μια καλή γυναίκα να έχεις δίπλα σου, όχι πολλές. Να σε ακούει, να την ακούς και να σε νοιάζεται. Δούλεψε, μην κάθεσαι και φάε, πιες απ’ όλα με μέτρο. Μην φοβάσαι γιατί είστε νέοι και πάντα έτσι πρέπει να νιώθετε».
Και από πρόγραμμα: «Έξι το πρωί σηκώνομαι και εννιά το βράδυ κοιμάμαι. Κάνα ποτηράκι αλκοόλ και λίγο τηλεόραση. Βλέπουμε και λίγο αυτόν τον Τσίπρα».
Τώρα μας πάει αυτός όπου θέλει τη συζήτηση. «Ο Τσίπρας δεν είναι όπως μας τα είπε στην αρχή. Αλλά εγώ πιστεύω πως δεν τον αφήνουν να κάνει αυτά που θέλει» κλείνει με νόημα το μάτι και εξηγεί: «Οι άλλοι είναι δέκα κόμματα, μαζεύονται και τον χτυπάν. Και να θέλει να δώσει δεν τον αφήνουν οι δυνατοί της Ευρώπης». Σιγά μην δεν σχολίαζε τις πολιτικές εξελίξεις.
«Κρυώνεις βρε;» μας μαλώνει καθώς παίρνουμε να φορέσουμε το μπουφάν «α, πολύ καλομαθημένοι είστε εσείς οι καινούριοι». Δικαιολογούμαστε λέγοντας πως έπεσε η θερμοκρασία δίπλα από τον Κίσσαβο δύο ημέρες πριν την Πρωτοχρονιά αλλά αυτός κουνάει το κεφάλι του απαξιωτικά.
Τι να του πούμε εμείς για κρύα και πρωτοχρονιές; Τσοπάνη άνθρωπο και μάλιστα 105 ετών. Αλήθεια μέρα σαν τη σημερινή, πώς την περνούσαν πριν από 100 χρόνια; «Μόλις έσφαζαν το γουρούνι, περιμέναμε την ουροδόχο κύστη, τη φουσκώναμε και την κάναμε μπάλα βρέχοντάς την λίγο». Τόσο απλά.
*Ζει κανένας φίλος σας για να μοιράζεστε τις αναμνήσεις;
-Όχι και σε ρωτάω, υπάρχει Θεός; Αν υπάρχει πάντως με ξέχασε…