ΑΓΙΑ (Γραφείο «Ε»)
Του Νίκου Γουργιώτη
Κάποια στιγμή στη ζωή τους θέλησαν να αγοράσουν ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο. Είτε για να επενδύσουν χρήματα, τους κόπους δηλαδή της εργασίας τους, είτε για να χτίσουν ένα σπίτι δίπλα στο κύμα για τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Ακολούθησαν όλες τις προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες, ξοδεύτηκαν, κατέβαλαν στην Πολιτεία τους φόρους που τους αναλογούσαν και έκαναν το όνειρο πραγματικότητα. Απέκτησαν μία έκταση με θέα το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου.
Ποτέ δεν τους είχε περάσει από το μυαλό ότι αυτό το όνειρο θα εξελισσόταν μετά από χρόνια σε μια πραγματικά εφιαλτική ιστορία με πρωταγωνιστές τους ίδιους και την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου που αμφισβητεί την κυριότητα επί των εκτάσεών τους που πριν… 100 και πλέον χρόνια ανήκαν σε μοναστήρι της περιοχής και από το 1910, με τη διάλυσή του, πέρασαν, άλλα στο ελληνικό δημόσιο και άλλα σε διάφορους ακτήμονες.
Την όλη ιστορία την περιγράφουν οι ίδιοι με επιστολή τους στην «Ε» με την προσδοκία η Κτηματική Υπηρεσία να τους αντιμετωπίσει με δικαιοσύνη και η Πολιτεία να τους σεβαστεί αναλογιζόμενη ότι δεν πρόκειται για καταπατητές, αλλά για πολίτες που κληρονόμησαν ή αγόρασαν γη με την έγκριση των αρμοδίων υπηρεσιών, με συμβολαιογραφικές υπογραφές και εκπληρώνοντας στο ακέραιο κάθε οικονομική απαίτηση προς το ελληνικό δημόσιο.
Αναφέρουν, λοιπόν, στην επιστολή:
«Στην περιοχή Μελιβοίας, προ του 1900 υπήρχε η Ιερά Μονή Θεολόγου. Στην ιδιοκτησία της ήταν δασικές και καλλιεργήσιμες εκτάσεις, χωρίς να καθορίζεται τότε ο τρόπος κτήσεώς τους. Επίσημα στοιχεία κτήσεως δεν υπήρξαν, αφού τα αρχεία της μονής κάηκαν το 1874, παρά μόνο κάποιο “μαρτυρικό” που υπέγραψαν Μουχτάρηδες – Κοινοτάρχες από την περιοχή.
Το 1910, η μονή διαλύθηκε και η περιουσία της περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο.
Το 1930, το δημόσιο πούλησε στην Κοινότητα Μελιβοίας όλα τα καλλιεργήσιμα κτήματα, εκτός από αυτά που στο παρελθόν καλλιεργούσαν ακτήμονες της περιοχής, προφανώς διότι θεωρούσε ότι αυτά ανήκαν πλέον στην κυριότητά τους.
Σύμφωνα με στοιχεία που υπάρχουν, κατά τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πολλές νόμιμες μεταβιβάσεις από τα κατεχόμενα κτήματα, είτε σαν γονικές παροχές, είτε με πωλήσεις προς τρίτους.
Εμείς, οι αγοραστές των εκτάσεων αυτών τηρήσαμε όλες τις νόμιμες διαδικασίες ενεργώντας καλή τη πίστη αφού λάβαμε τις απαραίτητες βεβαιώσεις από τις αρμόδιες υπηρεσίες χωρίς να εγερθεί κάποια αμφισβήτηση ως προς την ιδιοκτησιακή κατάσταση των εκτάσεων αυτών. Μάλιστα οι βεβαιώσεις του Δασαρχείου κοινοποιούνταν και στην Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου.
Σε όλες τις μεταβιβάσεις των εκτάσεων όσοι πολίτες εξ ημών, που λάβαμε μέρος στις δικαιοπραξίες αυτές, πληρώσαμε και τον οφειλόμενο φόρο μεταβιβάσεως στην αρμόδια Οικονομική Εφορία, στην οποία μέχρι το 1995 υπαγόταν και η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου νομού Λάρισας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε μία εκ των πολλών περιπτώσεων. Αγοράστηκε το 1986 έκταση 1497 τετραγωνικών μέτρων στη θέση “Τζαννή” Βελίκας, η οποία έκταση κατέχονταν και καλλιεργούνταν από παλιά από κάποιον ακτήμονα, κάτοικο Μελιβοίας. Η έκταση αυτή είναι μία από τις επίδικες εκτάσεις. Έγινε τότε εκτίμηση της αξίας της από την Οικονομική Εφορία Αγιάς και πληρώθηκε φόρος μεταβιβάσεως 64.890 δραχμές. Μέσα στην υπόψη έκταση υπήρχε μάλιστα παλαιά αγροικία προ του 1955, όπως πιστοποιείται από την Κοινότητα Μελιβοίας.
Κι ενώ έγιναν όλα όσα προαναφέρθηκαν, χωρίς ποτέ κανένας να ενοχλήσει τους παλιούς κατόχους των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της διαλυθείσας μονής Θεολόγου ή να υπάρξει η παραμικρή αμφισβήτηση από κάποια υπηρεσία του Δημοσίου (τουναντίον μάλιστα), τι έγινε στη συνέχεια;
Ξαφνικά, η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου νομού Λάρισας, άρχισε να στέλνει στα δικαστήρια τους συναλλαγέντας αμφισβητώντας την κυριότητά μας των παραπάνω εκτάσεων και ταλαιπωρώντας μας, τη στιγμή που ενεργήσαμε χωρίς δόλο και τηρώντας όλους τους νόμιμους τύπους».
Και καταλήγει η επιστολή: «Είναι ολοφάνερο από τα προεκτεθέντα, ότι γίνεται μια πολύ μεγάλη αδικία από πλευράς Δημοσίου προς εμάς και θα πρέπει το πρόβλημα αυτό να αντιμετωπιστεί από την Κτηματική Υπηρεσία του νομού Λάρισας άμεσα και με δίκαιο τρόπο, ώστε να σταματήσει η ταλαιπωρία μας τη στιγμή που δεν φταίμε σε τίποτα».