Στο στόχαστρο της «Αριστερής Παρέμβασης στη Θεσσαλία – Ανταρσία για την Ανατροπή» βρέθηκε η περιφερειακή αρχή Θεσσαλίας, με αφορμή τα όσα συζητήθηκαν στην πρόσφατη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Θεσσαλίας για τις δηλώσεις Μπέου.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, που υπογράφει ο σύμβουλος Στάθης Ντούρος «πριν περίπου μία εβδομάδα οι δηλώσεις του δημάρχου Βόλου Αχ. Μπέου (που τώρα έχει τεθεί σε αργία) για τη δημιουργία «ομάδων σύγκρουσης για την προστασία της πόλης», μπροστά σε εκπροσώπους του τύπου έκαναν τον γύρο της χώρας, προβληματίζοντας, εξοργίζοντας και αποκαλύπτοντας τα σχέδια που επεξεργάζεται η εγχώρια άρχουσα τάξη. Παρόλη τη δημόσια συζήτηση που άνοιξε για το εν λόγω θέμα, ως εκ θαύματος η πλειοψηφούσα παράταξη της ΝΔ στο Περιφερειακό Συμβούλιο της Θεσσαλίας, όπως και ο περιφερειάρχης κ. Αγοραστός και η αντιπεριφερειάρχης Μαγνησίας κ. Κολινδρίνη δεν γνώριζαν τίποτα… Έτσι επικαλούμενοι «ελλιπή ενημέρωση» αρνήθηκαν μαζί με τους ΑΝΕΛ και τη Χρυσή Αυγή να μπει ως θέμα προ ημερησίας διάταξης η συζήτηση επί των δηλώσεων του δημάρχου στο Περιφερειακό Συμβούλιο της 14ης Δεκεμβρίου, όπως είχε κατατεθεί ως αίτημα από την Αριστερή Παρέμβαση στη Θεσσαλία. Η εν λόγω στάση σύσσωμης της «δεξιάς πολυκατοικίας» δεν αποτυπώνει ούτε έναν «θεσμικό καθωσπρεπισμό» (όπως υπονόησαν με τις τοποθετήσεις τους τόσο ο περιφερειάρχης όσο και ο πρόεδρος του συμβουλίου), ούτε απλά την αδιαφορία και την παράκαμψη ενός θέματος που «δεν είναι άμεσο» (όπως είπε η κ. Κολινδρίνη). Να θυμίσουμε εξάλλου πως οι περιβόητες δηλώσεις του δημάρχου Βόλου αναφέρονταν στην κινητοποίηση της 18ης Δεκέμβρη, ημέρα πανελλαδικής-πανευρωπαϊκής δράσης για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Η άρνηση συζήτησης του θέματος αποτελεί μια άδηλη συγκάλυψη, συνενοχή και στήριξη στις μεθοδεύσεις της δημοτικής αρχής του Βόλου. Αποκαλύπτουν τελικά αυτό που φάνηκε και όλο το προηγούμενο διάστημα. Πως η προσπάθεια χτυπήματος και περιθωριοποίησης κάθε αγωνιστικής τάσης αποτελεί κρατικό σχέδιο, με στηρίγματα τόσο στο τοπικό όσο και στο κεντρικό κράτος. Αυτό είναι τελικά που εξηγεί τόσο τη δικαστική ολιγωρία απέναντι στο κάλεσμα για τη δημιουργία «ταγμάτων εφόδου», όσο και την «ασφάλεια» που ένιωθε ένας υπόδικος, λίγες μέρες πριν τεθεί σε αργία, προκειμένου να προβεί σε τέτοιου είδους δηλώσεις».