Της Λένας Κισσάβου
Σε μια εποχή που στον κάμπο ξεπροβάλλουν νέες καλλιέργειες, που οι γεωργοί τολμούν να πειραματιστούν σε νέους δρόμους αγροτικής παραγωγής προϊόντων, προβάλλει μεταξύ άλλων και η πρόταση για καλλιέργεια κλωστικής κάναβης, για την οποία το πράσινο φως να μπει στα ελληνικά χωράφια έδωσε ο νέος νόμος περί ναρκωτικών, διαχωρίζοντάς την από την ινδική κάναβη.
Ειδικότερα ο νέος «Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών» 4139/2013, που ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή, εξαιρεί από τις ουσίες που υπάγονται στα ναρκωτικά των προϊόντων κλωστικής κάνναβης (Cannabis Sativa L.), καθώς και την καλλιέργεια του φυτού.
Ενδιαφέρον ήδη παρουσιάστηκε από αγρότες της Θεσσαλίας, που διερευνούν πώς θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν κλωστική κάναβη, αν υπάρχει ζήτησή της, πού μπορούν να τη διαθέσουν... κ.α.
Πιθανόν το βασικό πρόβλημα που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα υλοποίησης ενός τέτοιου σχεδίου καλλιέργειας κάνναβης, είναι η ασφάλεια της καλλιέργειας, απ΄ την άποψη ότι ίσως χρειαστεί να... φρουρείται το χωράφι, για να μην κλέψουν τη σοδειά, συγχέοντας τη βοτανική της συγγένεια με την ινδική κάναβη!
Παρόλα αυτά αρμόδιοι φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίνουν ότι πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη καλλιέργεια, που η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει, καθώς ευνοούν οι κλιματικές της συνθήκες.
Το θέμα μάλιστα έχει συζητηθεί στην Ευρωβουλή, μετά από ερώτηση του ευρωβουλευτή των «Οικολόγων Πράσινων» κ. Νίκο Χρυσόγελο, υποστηρίζοντας ότι στον ελλαδικό χώρο υπάρχει ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης, από συνεταιρισμούς παραγωγών στην Ιεράπετρα Κρήτης και τη Θεσσαλία.
Ο ίδιος δε, υπέρμαχος της στροφής σε νέες καλλιέργειες στη χώρα μας, και χαρακτηρίζοντας περιβαλλοντοκτόνα καλλιέργεια το βαμβάκι, δήλωσε μεταξύ άλλων ότι: «Επιτέλους ο παραλογισμός της σύγχυσης της κλωστικής με την ινδική κάνναβη έλαβε τέλος. Η εξαίρεση των προϊόντων της κλωστικής κάνναβης από τις ναρκωτικές ουσίες είναι αναμφισβήτητα μια θετική εξέλιξη που όχι μόνο θα ωφελήσει το περιβάλλον, τη γεωργία και την οικονομία σε μια περίοδο πρωτοφανούς κρίσης, αλλά και θα τερματίσει τις παράλογες διώξεις από το 1997 μέχρι σήμερα όσων εμπορεύονταν προϊόντα κλωστικής κάνναβης (ρούχα, τσάγια και διατροφικά συμπληρώματα), δίνοντας παράλληλα το νομικό πάτημα για τη δικαίωσή τους στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αποτελεί επίσης σημαντική πρόοδο το γεγονός ότι με βάση τη νέα ΚΥΑ ανοίγει ο δρόμος και για την ίδια την καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης στην Ελλάδα, μετά από τόσες δεκαετίες προσπαθειών.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη βιώσιμη ανάκαμψη της υπαίθρου αλλά και στον οικολογικό μετασχηματισμό της γεωργίας, δημιουργώντας πολλές νέες θέσεις εργασίας και αντικαθιστώντας περιβαλλοντοκτόνες καλλιέργειες όπως το βαμβάκι».
Να σημειωθεί ότι με αφορμή την απελευθέρωση της παραγωγής κλωστικής κάνναβης στην Ελλάδα, θα πραγματοποιηθεί διεθνής ενημερωτική εκδήλωση στην Αθήνα (Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων), την Τετάρτη 8 Μαΐου, στις 6 μ.μ., με την υποστήριξη του ευρωβουλευτή των «Οικολόγων Πράσινων», κ. Ν. Χρυσόγελου και πολλών κοινωνικών φορέων και συλλογικοτήτων.
ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΩΣ
ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών, αναφέρεται ότι στις ναρκωτικές ουσίες δεν περιλαμβάνονται τα ακατέργαστα συγκομιζόμενα προϊόντα που προκύπτουν από την καλλιέργεια ποικιλιών κάνναβης του είδους Cannabis Sativa L χαμηλής περιεκτικότητας σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και συγκεκριμένα μέχρι 0,2%, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις καλλιέργειας των ποικιλιών κάνναβης του είδους Cannabis Sativa L, οι έλεγχοι τήρησης των όρων και προϋποθέσεων και κάθε σχετικό θέμα.
ΚΑΝΑΜΕ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΚΑΝΑΒΗΣ
ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1932 ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Σύμφωνα με ανακοίνωση των «Οικολόγων Πράσινων»: «Στη χώρα μας, η κάνναβη καλλιεργούνταν για αιώνες για την παραγωγή σκοινιών και υφασμάτων – την πρώτη αναφορά μάλιστα σε αυτή συναντάμε το 450 π.X. στον Ηρόδοτο.
Το 1875 περίπου, εκδηλώθηκε ουσιαστικά η πρώτη σοβαρή προσπάθεια οργανωμένης καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης στην Ελλάδα. Αποτέλεσε βασική γεωργική καλλιέργεια και εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας έως το 1932 και η καλλιέργειά της απαγορεύτηκε το 1957.
Το 1928 υπήρχαν στην Ελλάδα δέκα εργοστάσια επεξεργασίας, τα «κανναβουργεία», ενώ εξήγαμε περισσότερους από 18 τόνους το χρόνο στην Αίγυπτο.
Μέχρι σήμερα η κλωστική κάνναβη δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί στη χώρα μας λόγω της βοτανικής συγγένειας που έχει με την ινδική κάνναβη, η οποία είναι χαρακτηρισμένη ως παράνομη ναρκωτική ουσία σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Νόμου 3459/2006 «Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά».
Η κλωστική (βιομηχανική) κάνναβη είναι φυτό που καλλιεργείται παγκοσμίως , (στην Ευρώπη ενδεικτικά σε Αυστρία, Δανία, Φιλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Πολωνία, Ισπανία και Ρουμανία) καθώς είναι ποικιλία με διεθνώς αναγνωρισμένες οικολογικές ιδιότητες και το σύνολο του υπέργειου μέρους του είναι πλήρως αξιοποιήσιμο και μπορεί να παράγει περισσότερα από 25.000 προϊόντα όπως ίνες για υφαντά, χαρτί, οικοδομικά υλικά, χρώματα - βερνίκια βαφές, είδη κοσμητικής, βιο-καύσιμο, φαγητό και συμπληρώματα διατροφής, ενέργεια, βελτιωτικά εδάφους, κα.».
Το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) και το Εργαστήριο Γεωργίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε μελέτη με τίτλο «Σχέδιο καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης και κλωστικού λιναριού στην Ελλάδα» (2000) σημειώνει συμπερασματικά: «Η κλωστική κάνναβη είναι δυνατόν να αποτελέσει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και η μεταποίηση της σημαντικό παράγοντα πράσινης ανάπτυξης».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο το φυτό δεν επιτρέπει τη δράση ζιζανίων, καθαρίζει το έδαφος από τα βλαβερά στοιχεία και το εμπλουτίζει με πολύτιμα συστατικά, προστατεύοντάς το από τη διάβρωση. Είναι ιδανική για συστήματα αμειψισποράς.
Η καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης δεν απαιτεί χημικά ζιζανιοκτόνα, μεγάλες ποσότητες νερού και ιδιαίτερες εδαφοκλιματικές συνθήκες, ενώ μπορεί να αποβεί αποδοτικότερη από την καλλιέργεια βαμβακιού.