Νερό έχουμε;
Η αποκαρδιωτική εικόνα που παρουσιάζει ο ποταμός Πηνειός, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ανομβρία, δίνουν από τώρα ενδείξεις μιας άνυδρης χρονιάς. Κι αν οι καλές καιρικές συνθήκες γίνονται δεκτές ως «δώρο Θεού» για τις οικονομικές δυνατότητες εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών που ελπίζουν σε έναν ήπιο χειμώνα, η έλλειψη βροχοπτώσεων, ενώ διανύουμε ήδη τον τρίτο μήνα του φθινοπώρου, δεν είναι καλός οιωνός. Παρότι πρόωρο να αποτολμηθεί μια πρόβλεψη, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις ισχύει ότι η καλή υδρολογική χρονιά από το πρωί (δηλ. το Φθινόπωρο) φαίνεται...
Είναι όμως έτσι;
Επιχειρούμε μέσα από τα στοιχεία που συλλέγει η διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας- Στ. Ελλάδας, να κάνουμε μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης, όπως αυτή διαμορφώνεται, όχι βεβαίως αντικρίζοντας τις στεγνές λωρίδες στην κοίτη του Πηνειού, αλλά την πραγματική ροή του ποταμού, εκεί όπου γίνονται οι μετρήσεις. Δηλαδή στη γέφυρα των Γόννων και –δευτερευόντως- στην Αγία Παρασκευή των Τεμπών.
Με δεδομένο ότι για να θεωρείται καλή μια υδρολογική χρονιά, θα πρέπει η μέση παροχή, τους φθινοπωρινούς-χειμερινούς μήνες να ξεπερνά τα 100 κυβικά μέτρα νερού ανά δευτερόλεπτο (100 m3 /sec), τότε πράγματι το φετινό δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Οι μετρήσεις (στη γέφυρα των Γόννων) έδειξαν παροχές κατά πολύ χαμηλότερες: μόλις 0,340 m3/sec στις 16 Σεπτεμβρίου και 0,370 m3/sec στις 24 Οκτωβρίου. Μάλιστα η μικρή αυτή αύξηση δεν οφείλεται σε νερό από βροχοπτώσεις που καταλήγει στον Πηνειό, αλλά στο γεγονός ότι ανοίγουν και τα τελευταία φράγματα που χρησιμοποιούν οι αγρότες για να ποτίσουν τους θερινούς μήνες και ως εκ τούτου αυξάνεται ελάχιστα η ροή του ποταμού.
Οι αριθμοί αυτοί πιστοποιούν την έλλειψη βροχοπτώσεων, ακόμη και στα ορεινά των πηγών από τις οποίες τροφοδοτείται το υδατικό σύστημα του Πηνειού. Μπορεί να θεωρηθεί αυτή μια ένδειξη για τη συνέχεια;
Οπωσδήποτε έχει την αξία της. Όμως δεν αρκεί για να προδικάσει μια άνομβρη χρονιά. Το ζητούμενο βεβαίως δεν είναι απλά να βρέξει, αλλά ποια θα είναι η διάρκεια και κυρίως η ένταση των βροχοπτώσεων. Οι ξαφνικές και δυνατές μπόρες δεν «ανακουφίζουν» τη γη, ούτε προσφέρουν στο υδατικό ισοζύγιο. Το ίδιο συμβαίνει και με την εκδήλωση ή μη χιονοπτώσεων, αλλά και των θερμοκρασιών που επιτρέπουν ή μη το λιώσιμο του χιονιού.
Για παράδειγμα: Τον περασμένο Φεβρουάριο η ροή του Πηνειού μετρήθηκε στα 382 m3 ανά δευτερόλεπτο, τιμή που ισοδυναμούσε με πλημμύρα! Τον Μάρτιο έπεσε στα 114 m3, ένα μήνα αργότερα στα 46 και τον Μάιο στα 22 m3. Μέσα δηλαδή σε τρεις με τέσσερις μήνες η παροχή νερού μειώθηκε δραματικά. Το 2013 δεν ήταν όμως μια χρονιά ανομβρίας.
Αντιθέτως η περίοδος 2006-07 μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια αφού οι χειμερινοί μήνες κυμάνθηκαν σε πολύ χαμηλές παροχές νερού: 12 m3 το Δεκέμβριο (του 2006), 10 m3 τον Ιανουάριο (του 2007), 24 m3 τον Φεβρουάριο, 27,5 m3 τον Μάρτιο, 16 m3 τον Απρίλιο και 0,83 m3 τον Μάιο.
ΟΙ ΓΕΩΤΡΗΣΕΙΣ
Ενώ όμως οι συνέπειες της ανομβρίας ή της υπεράρδευσης είναι αμέσως ορατές στα επιφανειακά ύδατα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα υπόγεια. Εκεί οι επιπτώσεις είναι μεν πιο αργές, αλλά αποκτούν μονιμότερο χαρακτήρα, καθώς η αναπλήρωση είναι πολύ πιο δύσκολη.
Ενδεικτικό το παράδειγμα: Το 1986 διανοίχτηκε κρατική γεώτρηση στην περιοχή του Καλού Νερού Λάρισας. Αντλούσε από βάθος μόλις 3 μέτρων με δυνατότητα παροχής τα 600 κυβικά! Σήμερα, συχνά το πιεζόμετρο, δεν μπορεί να «πιάσει» τη στάθμη του νερού, η οποία βρίσκεται κάτω από τα 160 μέτρα.
Η πτώση του υδροφόρου ορίζοντα είναι ακόμη μεγαλύτερη σε περιοχές των Φαρσάλων αλλά και μεταξύ Λάρισας-Βόλου, όπου η στάθμη έχει ταπεινωθεί ακόμη και στα 300 μέτρα.
Η διεύθυνση Υδάτων αντλεί στοιχεία για την πτώση του υδροφορέα από 55 γεωτρήσεις, διάσπαρτες σε όλο τον κάμπο του νομού.
Δ. Χατζ.