Στα θέματα της αλλαγής του καθεστώτος που αφορά στο φρέσκο γάλα, της διαθεσιμότητας των οδηγών νοσοκομείων και στην οριστική ισοπέδωση του κόσμου της εργασίας εστίασε η βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ Ηρώ Διώτη, μιλώντας στην Επιτροπή της Βουλής, στο πλαίσιο συζήτησης του νέου Μνημονίου που ψηφίστηκε το βράδυ της Κυριακής από τους βουλευτές της συγκυβέρνησης, αφήνοντας σαφείς αιχμές για την κατανομή του “πρωτογενούς πλεονάσματος” ως προεκλογική παροχολογία αλλά και για τους “αντάρτες”, οι οποίοι «μαζεύτηκαν σε λίγες ώρες, σε λίγες μέρες, πίσω στο καβούκι τους».
Σε ό,τι αφορά στη ρύθμιση για το γάλα, τόνισε ότι η κυβέρνηση υποτιμά τη νοημοσύνη του κόσμου όταν υποστηρίζει ότι οι προτάσεις της παρέχουν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο, «αφού πουθενά δεν αναφέρεται τίποτα για το κόστος παραγωγής και το ενεργειακό κόστος, την έλλειψη αγροτικής πίστης ή οποιαδήποτε στρατηγική για τη στήριξη των κτηνοτρόφων», προσθέτοντας ότι δεν υφίσταται κανένας δημόσιος μηχανισμός ελέγχου των συνθηκών παραγωγής.
Η βουλευτίνα σχολίασε τη ρύθμιση της ενοποίησης των πληρωμάτων και τη διαθεσιμότητα των οδηγών των νοσοκομείων, σημειώνοντας ότι «ένας μήνας διαθεσιμότητας στερεί παντελώς από τα ήδη διαλυμένα νοσοκομεία της υπηρεσίας των οδηγών που κάνουν μεταφορά νεφροπαθών, ασθενών με χρόνιες παθήσεις, αιμοδοσία κοκ», μεταφέροντας το φόρτο αυτό στο υποστελεχωμένο ΕΚΑΒ και στρέφοντας τα νοσοκομεία υποχρεωτικά προς τους ιδιώτες.
Τέλος, η Η. Διώτη επεσήμανε ότι «με πολιορκητικό κριό τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, οι δανειζόμενοι/ες εργαζόμενοι/ες δε θα έχουν κανένα εργασιακό δικαίωμα και κανένα πάτωμα στο μισθό», ενώ με τις νέες ρυθμίσεις η κυβέρνηση του ΣΕΒ, όπως την χαρακτήρισε, «μειώνει τις επικουρικές συντάξεις, καταργεί τους κοινωνικούς πόρους των ασφαλιστικών ταμείων, οδηγώντας τα με μαθηματική ακρίβεια στην οικονομική καταστροφή, μειώνει τις εργοδοτικές εισφορές, δίνει “φιλοδώρημα” στους απολυμένους του δημόσιου δήθεν ως αποζημίωση και ουσιαστικά βάζει τον εθελοντισμό στην αγορά της εργασίας, μιας και τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων θεωρούνται πλέον πολυτέλεια και φρένο για τον υγιή ανταγωνισμό».