Του Δημήτρη Βάλλα
Ψήφος και καφές, καφενείο, καφετέρια και εκλογές κάτι που σχεδόν πάντα πήγαιναν μαζί στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος, σαν συνέχεια της Αρχαίας Αγοράς όπου οι πολίτες συγκεντρώνονταν και αποφάσιζαν για τα τεκταινόμενα και τα σημαντικά πράγματα του Δήμου.
Καλοκαιρινή, με αρκετή ζέστη και η χθεσινή ημέρα των εκλογών και οι καφετέριες του κέντρου, των πεζοδρόμων και των πλατειών είχαν την τιμητική τους και ήταν ασφυκτικά γεμάτες.
Γεμάτες όχι μόνο με τη συνηθισμένη σχεδόν σε καθημερινή βάση νεολαία, αλλά και με συμπολίτες μας, μιας κάποιας ηλικίας, που έβαλαν τα καλά τους για να ψηφίσουν και με αφορμή την πρωινή τους έξοδο για την κάλπη έκαναν μια στάση για έναν καφέ.
Παρά όμως την προσέλευση και την πολυκοσμία –δύσκολα εύρισκες καρέκλα και τραπεζάκι να καθίσεις – το κλίμα και οι συζητήσεις μόνον εκλογές δεν θύμιζαν, καθώς τα θέματα προς συζήτηση ήταν τελείως διαφορετικά με μια γκάμα που ξεκινούσε από τα αθλητικά και έφθανε μέχρι τη δίαιτα την υγιεινή διατροφή και τις αλλαγές του καιρού που αναμένονται.
Δείκτης όμως του πολιτικού κλίματος κεντρική καφετέρια της πόλης σχεδόν δίπλα από τα μεγάλα εκλογικά τμήματα των Γυμνασίων και Λυκείων, όπου εύκολα κανείς κατέγραφε τη διαφορά.
«Εμείς, θα μας πει ο ιδιοκτήτης της, είμαστε απέναντι από τα κεντρικά εκλογικά τμήματα και κάθε φορά στις εκλογές είχαμε μεγάλη κίνηση σε καφέδες κυρίως σε πακέτο.
Ο κόσμος εναλλασόταν, έμπαινε και έβγαινε και το κλίμα ήταν έντονα χρωματισμένο πολιτικά και οι συζητήσεις σε υψηλούς τόνους, παθιασμένες και με φωνές.
Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι αυτή τη φορά οι εκλογές δεν είχαν χρώμα ήταν δηλαδή σαν μια μέρα ρουτίνας με λίγο περισσότερο κόσμο σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Ενδιαφέρον θα μπορούσε να είναι το γεγονός που για πρώτη φορά το παρατήρησα, ότι πολλοί ήρθαν για καφέ νωρίς το πρωί και παρέμειναν προβληματισμένοι για το εάν θα έπρεπε να πάρουν τελικά τον δρόμο προς την κάλπη ή όχι. Τελικά δεν ξέρω τι έκαναν…».
Προβληματισμένος μέχρι την τελευταία στιγμή και ο κ. Ντίνος που είχε απλωμένα τα ψηφοδέλτια στο τραπέζι ψάχνοντας ονόματα γνωστών και φίλων και διερωτώμενος το γιατί δεν πρέπει να βάλει σταυρό όπως παλιά…
ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΠΟΥ… ΕΡΙΧΝΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ
Όμως και μια περί καφετεριών και καφενείων ο λόγος μια αναδρομή στο ιστορικότερο στέκι της Ελλάδος είναι ιδιαίτερα συναρπαστική…
Για περίπου σαράντα χρόνια λοιπόν, το καφενείο «Ωραία Ελλάς» υπήρξε το πολυτελές στέκι των καπετάνιων του 1821, ξένων διπλωματών, περιηγητών, πολιτικών, ποιητών, αλλά και των υπολοίπων Αθηναίων.
Ήταν το σημείο της πόλης όπου συνέρρεαν όλοι για να μάθουν τα νέα της ημέρας. Το καφενείο βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου, στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη. Συνδέθηκε κυρίως με την περίοδο του Όθωνα και του Γεωργίου Α΄ και λειτούργησε από το 1839, όταν το πρωτοάνοιξε ο Ιταλός Σάνδον.
Τις ημέρες της δόξας όμως, τις γνώρισε όταν πέρασε στα χέρια του Παναγή Βενετσάνου.
Ο χώρος του καφενείου ήταν άνετος. Σε ειδικό χώρο οι θαμώνες κάπνιζαν τους ναργιλέδες ή τα τσιμπούκια τους.
Στην αίθουσα δίπλα από τους θεριακλήδες υπήρχε ένα μπιλιάρδο στο οποίο έπαιζαν κυρίως οι Ευρωπαίοι πελάτες ή ξένοι περιηγητές.
Φυσικά διάβαζαν τις εφημερίδες τους και συζητούσαν για τους βουλευτές. Οι απόψεις τους ήταν βαρόμετρο για τους πολιτικούς, που συχνά έστελναν εκεί τα τσιράκια τους για να προβάλουν το έργο τους και να προσελκύσουν ψηφοφόρους.
Σε φυλλάδιο του 1863, ο συντάκτης του έγραφε ότι το καφενείο, «δύναται να θεωρηθεί ως η κεντρική διεύθυνσις της εκκλησίας του λαού.
Εκεί δικάζονται βασιλείς και υπουργοί, εκεί αποκαλύπτονται επιτηδείως πρόσωπα και ενέργειες, εν αυτώ η νεότης αντιτάσσει την οιστρήλατον ευφυΐαν της εις τας αυστηράς κρίσεις των γερόντων».
Συχνά πολλοί νέοι που περνούσαν από το καφενείο και ήταν αντίθετοι με το καθεστώς της μοναρχίας, κρατούσαν στα χέρια τους την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης και διάβαζαν φωναχτά τους λόγους του Μιραμπό και του Ροβεσπιέρου. Οι συζητήσεις των αντιμοναρχικών νέων συνεχίζονταν συνήθως στα γραφεία του αντιπολιτευόμενου φύλλου «Το μέλλον της Πατρίδας», που θεωρείτο ως η νοητή επέκταση του πολιτικού καφενείου.
Στην «Ωραία Ελλάδα» άρχιζαν ή κατέληξαν διάφορες κινητοποιήσεις, όπως για παράδειγμα τα Σκιαδικά που κατέληξαν σε σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα σε φοιτητές και την αστυνομία.
Το όνομα του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου συνδέθηκε με την «Ωραία Ελλάδα», εξαιτίας της δράσης που είχε αναπτύξει εναντίον του Όθωνα.
Ο Σούτσος είχε δημοσιεύσει τότε το τρίτο φυλλάδιο της «Τρίτης Σεπτεμβρίου», με το οποίο κατηγορούσε για πολλά θέματα τον πρωθυπουργό Ανδρέα Μεταξά και μέλη της κυβέρνησης.
Οι υπουργοί που διάβαζαν τις σκληρές κριτικές του απάντησαν βίαια, στέλνοντας μπράβους να χτυπήσουν τον Σούτσο μέσα στο καφενείο «Ωραία Ελλάς».
Ο ποιητής τελικά συνελήφθη και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, ενώ οι υποστηρικτές του οργάνωσαν εκδηλώσεις συμπαράστασης μέσα στο χώρο του καφενείου.
Το 1862, λίγο πριν από την έξωση του Όθωνα, απαγορεύτηκε για μικρό χρονικό διάστημα η λειτουργία του καταστήματος, καθώς το καφενείο σχεδόν είχε εξελιχθεί σε λέσχη καρμπονάρων.
Η αστυνομία θεωρούσε ότι ο χώρος ήταν επικίνδυνος εξαιτίας των ιδεών που διακινούνταν από τους αντιμοναρχικούς πελάτες, οι οποίοι έκαιγαν τα φύλλα της φιλοβασιλικής εφημερίδας «Ελπίς».
Δέκα χρόνια αργότερα, η αίθουσα μπιλιάρδου είχε μετατραπεί σε χρηματιστήριο, όπου με τα Λαυρεωτικά ο κόσμος αγόραζε μετοχές φούσκες και τελικά έχασε τα λεφτά του. Ύστερα από λίγο, το ιστορικό καφενείο έπαψε να λειτουργεί.
Το κλείσιμο της «Ωραίας Ελλάδας» προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, καθώς η εξαφάνισή του από την καθημερινότητα των Αθηναίων, αποτέλεσε για τον τύπο της εποχής «βέβηλη» πράξη…