Του Κ. Γκιάστα
Φωτ. Λ. Τζέκας
Ένα παλιό Seat με ξηλωμένα τα πίσω καθίσματα, σεντόνια, κουβέρτες, μαξιλάρια και λίγα ρούχα από κάτω. Αυτό είναι το σπίτι μιας οικογένειας που ζει ένα δράμα το τελευταίο διάστημα κινούμενη στους δρόμους της Λάρισας. Ο 41χρονος Χ. Λ. κάλυπτε όσο γινόταν τις οικονομικές απαιτήσεις της τετραμελούς οικογένειάς του, με παροδικές εργασίες. Ήταν ήδη επιβαρημένος τα τελευταία χρόνια, όμως το διάστημα των τελευταίων μηνών έμεινε από δουλειά και άρχισαν τα έντονα προβλήματα με αποκορύφωμα την προ ημερών έξωση από την κατοικία που νοίκιαζαν και τη μετατροπή του αυτοκινήτου σε …σπίτι.
«Δούλευα περιστασιακά τα τελευταία χρόνια. Πρόσφατα πήγα σε ένα εργοστάσιο με φρούτα αλλά δεν πήγαινε καλά η δουλειά και με σταμάτησαν. Τα έξοδα άρχιζαν να μαζεύονται και εγώ δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Τα ενοίκια δεν κατάφερα να τα πληρώσω και έτσι ήρθε η έξωση. Βολέψαμε σε ένα υπόγειο τα πράγματα αλλά εμείς πλέον χρησιμοποιούμε το αμάξι για να κοιμόμαστε».
Γεννημένος στην Καλαμπάκα αλλά ζει στη Λάρισα τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθεί με όσες γνωριμίες έχει στην περιοχή να φτιάξει τη ζωή του. «Η κόρη μου είναι 16 ετών και ο γιος μου 15. Έχω χτυπήσει πολλές πόρτες αλλά δεν βρίσκω ανταπόκριση. Δεν θέλω να γίνω κλέφτης και γι’ αυτό προσπαθώ να εξαντλήσω κάθε περιθώριο» εξηγεί στην «Ε» ο πατέρας καθώς τακτοποιεί το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. «Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο όμως εδώ και έναν μήνα που βγήκαμε στον δρόμο. Ακόμα και για την βενζίνη δεν μας φτάνουν τα χρήματα».
Η γυναίκα του καθώς βγάζει μια σακούλα με λίγο ψωμί και μερικές ντομάτες για να μοιράσει στα παιδιά λέει: «Κάνουμε πραγματικό αγώνα για να βρούμε λίγο φαγητό όμως αυτό που θέλουμε δεν είναι χρήματα. Δεν ζητάμε χρήματα από κανέναν. Εμείς θέλουμε μια στέγη. Ένα δωμάτιο για τα παιδιά μας καθώς ο καιρός αλλάζει τώρα. Βγάλαμε αυτόν τον μήνα που ήταν καλοκαίρι όμως έρχεται χειμώνας και φοβόμαστε» εξηγεί.
Τα παιδιά στέκονται πιο δίπλα χωρίς να μιλάνε. Παρακολουθούν και περιμένουν. «Δεν ξέρουμε αν θα καταφέρουν να πάνε σχολείο. Ντρέπονται. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν δύσκολα αλλά τώρα το κακό είναι μεγάλο» τονίζει ο πατέρας τους. «Πλένουμε τα λίγα ρούχα και τα απλώνουμε στη σχάρα του αυτοκινήτου για να στεγνώσουν. Και τα παιδιά κάνουν υπομονή αλλά δεν έχουμε κάτι καλύτερο να τους προσφέρουμε. Πάω τώρα τελευταία πουλάω κανέναν αναπτήρα αλλά δεν γίνεται τίποτα το ουσιαστικό. Εγώ τα παιδιά σκέφτομαι και γι’ αυτά αγωνιώ όπως όλοι οι γονείς. Εδώ και ένα μήνα σηκωνόμαστε κάθε πρωί και δεν ξέρουμε τι θα γίνει στο υπόλοιπο της ημέρας. Έχουμε καταντήσει ζητιάνοι. Ποτέ στη ζωή μου δεν το έχω ξανακάνει αυτό. Μια στέγη ζητάμε. Όποιος θέλει και είναι άνθρωπος να μας το κάνει. Ένα δωμάτιο και μια κουζίνα. Ανθρώπινα»…