Η εκδήλωση ξεκίνησε στις 11:00 το πρωί με την περιφορά της καμήλας στα γραφικά σοκάκια του χωριού.
Υπό τους ήχους ζωντανής παραδοσιακής μουσικής, η καμήλα, μια εντυπωσιακή κατασκευή από ξύλο και υφάσματα, συνοδευόταν από σατιρικές μεταμφιέσεις, χορευτές και πλήθος κατοίκων και επισκεπτών. Το χωριό γέμισε κέφι, γέλια και ευχές για μια καλή και ευλογημένη χρονιά.
Η γιορτή κορυφώθηκε το μεσημέρι, όταν η πλατεία του Δαμασίου μετατράπηκε σε κέντρο γλεντιού.
Παραδοσιακοί χοροί, τραγούδια και πλούσιες τοπικές λιχουδιές δημιούργησαν μια μοναδική ατμόσφαιρα που κέρδισε μικρούς και μεγάλους. Οι συμμετέχοντες αντάλλαξαν ευχές και ανανέωσαν το ραντεβού τους για την επόμενη χρονιά.
Το έθιμο της Καμήλας αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς του Δαμασίου, που με τη στήριξη του Εκπολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου συνεχίζει να αναδεικνύεται και να προσελκύει επισκέπτες από όλη την περιοχή.
ΕΘΙΜΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην Αρχαιότητα και παραπέμπει στις γιορτές προς τιμή του Διονύσου, όπου οι πιστοί μεταμφιέζονταν και τιμούσαν τον θεό με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς, μαζί τους ήταν και άλλες μορφές μεταμφιεσμένων με τσεμπέρια στο κεφάλι και χειροποίητες μάσκες, ήταν τα αποκαλούμενα «μπαμπαλιούρια», ήταν η αρκούδα, ο ιερέας και οι κωδωνοφόροι που χτυπούσαν τα κουδούνια για να φύγουν τα κακά πνεύματα, οι καλικάντζαροι (καρκαντζάλια), αλλά και για να ξυπνήσουν τη φύση από το χειμερινό λήθαργο.
Μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας, το έθιμο διαμορφώθηκε ανάλογα για να μπορέσει να διατηρηθεί και έτσι η καμήλα-γκαμήλα συμβόλιζε το ζώο με το οποίο πήγαν οι 3 Μάγοι στη Βηθλεέμ και το νεογέννητο θείο βρέφος. Στην Τουρκοκρατία το έθιμο συνεχίστηκε και κάτω από υφάσματα της καμήλας, πολλές φορές, Έλληνες που ήταν κυνηγημένοι από τους Τούρκους, έβρισκαν την ευκαιρία να κρυφτούν και να μεταφερθούν από το ένα μέρος σε κάποιο άλλο, πιο ασφαλές.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί παλιότερα, σήμερα με άλλα υφάσματα), με έναν μακρόστενο λαιμό από προβιά (έτσι ήταν παλιά, σήμερα είναι ένα κοντάρι ξύλινο που στηρίζει την κοκαλίνα όπως αποκαλείται το οστέινο κεφάλι αλόγου-γάιδαρου ή αγελάδας) και το κεφάλι της όπως περιγράφεται παραπάνω, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα).
Ο θόρυβος των κουδουνιών, καθώς η καμήλα κουνιέται, συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη.
Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μη γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή».
Δύο είναι τα μέλη του πληρώματος που μπαίνουν από κάτω για να την κρατήσουν στους ώμους τους και σε εκείνο το σημείο που το ξύλο ακουμπά στους ώμους, είναι τοποθετημένα χοντρά σφουγγάρια για να είναι πιο εύκολη και πιο ανώδυνη όλη η διαδρομή.
Όταν, μάλιστα, είναι να κουβαλήσουν στην καμπούρα της καμήλας κάποιον συγχωριανό ή επισκέπτη, τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος υποβαστάζουν από δεξιά και αριστερά της καμήλας για να μοιραστεί το βάρος.