Στην ομιλία του ο σεβασμιότατος αναφέρθηκε στον εκείνη την ημέρα εορταζόμενο Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο, ο οποίος είχε προετοιμαστεί για την υποδοχή του Μεσσία από τον δάσκαλό του Ιωάννη τον Βαπτιστή, γι’ αυτό με προθυμία ακολούθησε τον Κύριο. «Η κίνησή του αυτή ήταν ενέργεια ελευθερίας και αγάπης, καθώς ο Χριστός δεν εκβιάζει κανένα, αλλά περιμένει να δει ανοικτές καρδιές, έτοιμες για την Αλήθεια. Από τότε, μαζί με τους λοιπούς Αποστόλους, έζησε μαζί Του, άκουσε την διδασκαλία Του, είδε τα θαύματα της δυνάμεώς Του, βίωσε το Πάθος Του και μετά την Ανάστασή Του, κήρυξε το Ευαγγέλιο στον κόσμο και σταυρώθηκε, ομολογώντας την πίστη του στην Ανάσταση» είπε ο κ. Ιγνάτιος και τόνισε, ακολούθως, ότι ο Κύριος όλες τις εποχές καλεί τους νέους μαθητές για να συνεχίσουν το έργο του, «εκλεκτές και καθαρές ψυχές, που γεύονται την παρουσία του Χριστού στη ζωή τους και είναι έτοιμοι να αφιερώσουν τη ζωή τους σ’ Εκείνον. Γίνονται πρωταγωνιστές της ασκήσεως, της πίστεως, των έργων της αγάπης, όπως συνέβη και με τον αοίδιμο π. Αιμιλιανό, που αφιέρωσε όλη τη ζωή του στον Χριστό και στην Εκκλησία. Δημιούργησε τη νέα αδελφότητα της Μονής, όπου βιώνεται το μυστήριο της αληθινής αγάπης, της ταπείνωσης και της υπακοής». Ο μητροπολίτης Δημητριάδος εξήρε τα ποικίλα χαρίσματα του αξέχαστου π. Αιμιλιανού, το ακραιφνές εκκλησιαστικό του φρόνημα και το σπουδαίο έργο που μαζί με τον νυν ηγούμενο της Μονής αρχιμανδρίτη π. Νικόδημο επιτέλεσαν, αναγεννώντας πνευματικώς ολόκληρη την επαρχία Αγιάς. «Με υπομονή» είπε «δέχθηκε την ασθένεια, και τότε αναδείχτηκε το μεγαλείο των πνευματικών του τέκνων που στάθηκαν κοντά του με αγάπη και στοργή, και το παράδειγμά του έγινε αφορμή να ευλογηθεί η Μονή και να εμπλουτιστεί η αδελφότητα με νέα εκλεκτά μέλη. Μπορεί να πέρασαν τρία έτη, όμως, η μνήμη του δεν έσβησε, ούτε θα σβήσει ποτέ».